Με οδηγό την καινοτομία, η αγορά των καλλυντικών αναμένεται να ανακάμψει ταχύτερα από την βιομηχανία της μόδας, επιτυγχάνοντας πωλήσεις αυξημένες φέτος συγκριτικά με το 2019. Σύμφωνα με έκθεση της εταιρείας McKinsey, η παγκόσμια αγορά προϊόντων ομορφιάς, συνολικής αξίας 500 δισ. δολαρίων ετησίως, αναμένεται να ξεπεράσει φέτος τις επιδόσεις που είχε προ πανδημίας, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι πρόκειται για έναν κλάδο πιο ανθεκτικό και προσαρμοστικό στις μεταβαλλόμενες καταναλωτικές συνήθειες.
Αναλυτές ωστόσο προχωρούν σε διάκριση των ειδών που αναμένεται να καταγράψουν θετικές επιδόσεις φέτος, σημειώνοντας ότι κατηγορίες προϊόντων που αφορούν στην περιποίηση προσώπου, δέρματος και μαλλιών θα κινηθούν ανοδικά, σε αντίθεση με είδη όπως το μακιγιάζ και τα αρώματα, για τα οποία αναμένεται περαιτέρω κάμψη μεταξύ 2% και 12% φέτος συγκριτικά με πέρσι.
Το εντυπωσιακό στοιχείο που προκύπτει από τα έως σήμερα δεδομένα αφορά στην ταχύτητα με την οποία τα μεγάλα brands καλλυντικών κατάφεραν να αξιοποιήσουν το ψηφιακό κανάλι, καθώς και πρακτικές live chat, virtual try-on και live-streaming, προκειμένου να φτάσουν στον καταναλωτή, ο οποίος παρέμεινε εγκλωβισμένος για πολλούς μήνες την χρονιά που πέρασε μέσα στο σπίτι του, λόγω της πανδημίας.
Ως εκ τούτου, οι online πωλήσεις προϊόντων περιποίησης κατέγραψαν αύξηση που κυμαίνεται μεταξύ 10% και 20%, σε σχέση με τα επίπεδα προ πανδημίας, καθώς ο κλάδος ομορφιάς διεθνώς αύξησε την δαπάνη της ψηφιακής διαφήμισης κατά 2,8% το 2020. Σύμφωνα δε με την εταιρεία μετρήσεων Zenith, οι διαφημιστικές δαπάνες του κλάδου ομορφιάς θα αυξηθούν διεθνώς και το 2021 κατά 1,7%, αγγίζοντας τα 7,5 δισ δολάρια, ενώ επιπλέον αύξηση κατά 2,6% αναμένεται και για το 2022, με το συνολικό ποσό να αγγίζει τα 7,7 δισ δολάρια.
Οι εξελίξεις στην Ελλάδα
Σε ό,τι αφορά την χώρα μας, συγκρατημένα αισιόδοξο είναι το μήνυμα που στέλνει ο πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Βιομηχάνων & Αντιπροσώπων Καλλυντικών & Αρωμάτων (ΠΣΒΑΚ), κ. Θ. Γιαρμενίτης. Σε επιστολή που απέστειλε στα μέλη του Συνδέσμου, ο κ. Γιαρμενίτης σημειώνει ότι ο κλάδος στην χώρα μας έχει «ανταύγειες αισιοδοξίας», λόγω των φαρμακείων, των σουπερμάρκετ αλλά και του e-commerce, παρά το γεγονός ότι το φυσικό κατάστημα και οι υπηρεσίες έχουν πληγεί.
Σε ό,τι αφορά το νέο απαγορευτικό λειτουργίας της αγοράς, ο ίδιος σημειώνει ότι «το ακορντεόν είναι καλύτερο από το καθόλου», καθώς ο μικρός τζίρος είναι καλύτερος από τον καθόλου τζίρο. Σύμφωνα εξάλλου με τα στοιχεία του ΠΣΒΑΚ, το φαρμακείο αντιπροσωπεύει περί το 26,5% του τζίρου των καλλυντικών στην Ελλάδα, αποτελώντας το δεύτερο κανάλι διανομής, μετά την ευρεία διανομή (super markets) που κατέχει το 42%, στοιχεία που εξηγούν την συγκρατημένη αισιοδοξία που εκφράζει ο κ. Γιαρμενίτης στην παρούσα συγκυρία.
Σε κάθε περίπτωση, το ψηφιακό κανάλι έχει αναδειχθεί σε σημαντικό παίκτη στην αγορά καλλυντικών και στη χώρα μας, αν κρίνει κανείς από τις επιδόσεις του ηλεκτρονικού καταστήματος atticabeauty.gr, των πολυκαταστημάτων Attica, αλλά και την είσοδο νέων παικτών στην αγορά την χρονιά που πέρασε (hondoscenter.gr, scarletbeauty.gr από τον όμιλο Σαράντη, κλπ) οι οποίοι διαβλέπουν σημαντικές προοπτικές εξέλιξης, με δεδομένη την αναγκαστική μεταβολή των καταναλωτικών συνηθειών και την εξοικείωση του Έλληνα καταναλωτή με τις online αγορές. Σημειώνεται ότι το atticabeauty.gr κατέγραψε πωλήσεις ύψους 14 εκατ ευρώ το 2020, έναντι 5,5 εκατ το 2019, αποκομίζοντας σημαντικά οφέλη στην βάση της αναγνωρισιμότητας του brand του.
Σημαντική αύξηση των πωλήσεων μέσω του ηλεκτρονικού της καταστήματος παρουσιάζει και η ελληνική εταιρεία Dust + Cream, ειδικά σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες περιποίησης προσώπου και σώματος, παρά το γεγονός ότι τα είδη μακιγιάζ και τα αρώματα αδυνατούν στην παρούσα φάση να αποκομίσουν οφέλη από το ψηφιακό περιβάλλον διεθνώς. Παρά ταύτα, η εταιρεία την χρονιά που πέρασε εισήλθε στην αγορά της περιποίησης προσώπου, λανσάροντας νέα προϊόντα με βάση τα φυσικά συστατικά, κατόπιν πολύμηνης έρευνας, στοχεύοντας στο δυναμικό νεανικό κοινό όσο και στις ωριμότερες ηλικίες. Παράλληλα επέκτεινε το δίκτυο φυσικών της καταστημάτων, εγκαινιάζοντας τέσσερα νέα σημεία σε Ελλάδα και Κύπρο.
Συγκρατημένη αισιοδοξία για την εξέλιξη της αγοράς και την φετινή χρονιά εκφράζει επίσης ο όμιλος Σαράντη, ο οποίος παρά το δύσκολο έτος συνολικά για το λιανεμπόριο, κατέγραψε αύξηση πωλήσεων και κερδών κατά το εννεάμηνο του 2020, εκτιμώντας ότι το επιτυχημένο επιχειρηματικό του μοντέλο, σε συνδυασμό με την θέση του στην αγορά και την εύρωστη οικονομική του κατάσταση θα αποτελέσουν τα εχέγγυα για την απρόσκοπτη λειτουργία του και την υλοποίηση του στρατηγικού του πλάνου σε νέες αγορές και το τρέχον έτος. Υπενθυμίζεται ότι οι πωλήσεις του ομίλου στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 12% το εννεάμηνο του 2020 συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2019, με τα κέρδη προ φόρων να ενισχύονται κατά 33% το αντίστοιχο διάστημα.
Ευχάριστη έκπληξη υπήρξε επίσης για τους αναλυτές η πορεία των μεγεθών του ομίλου Estee Lauder κατά το δεύτερο τρίμηνο της τρέχουσας χρήσης (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2020), οι πωλήσεις του οποίου παρουσίασαν αύξηση 3% σε ετήσια βάση, χάριν στην τόνωση των πωλήσεων ειδών περιποίησης προσώπου, της μερικής ανάκαμψης του ταξιδιωτικού retail κυρίως στην Ασία, και την συνεισφορά του ψηφιακού καναλιού. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα προϊόντα περιποίησης προσώπου, η αύξηση του τζίρου τους ανήλθε 25% το υπό εξέταση διάστημα, με τα brands La Mer, Estee Lauder αλλά και την Clinique να αποκομίζουν τα μέγιστα οφέλη. Στον αντίποδα ωστόσο, οι πωλήσεις ειδών μακιγιάζ υποχώρησαν 26% σε ετήσια βάση, απόρροια των συνεχών lockdowns ανά τον κόσμο και της υποχρεωτικής χρήσης μάσκας.
Ενδιαφέρον έχει τέλος η εξέλιξη της αγοράς καλλυντικών στην χώρα μας την τελευταία δεκαπενταετία, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΣΒΑΚ, το 2019 οι πωλήσεις χονδρικής συνέχισαν την ανοδική τους πορεία που ξεκίνησε το 2015, διαμορφούμενες 681 εκατ ευρώ, έναντι 671 εκατ ευρώ το 2018, με τις πωλήσεις λιανικής να ανέρχονται σε 913 εκατ ευρώ, από 899 εκατ ευρώ το 2018. Σε ό,τι αφορά τις επιμέρους κατηγορίες προϊόντων, η περιποίηση προσώπου και σώματος έρχεται πρώτη με μερίδιο 33,1%, ενώ ακολουθεί η περιποίηση μαλλιών με 25% και τα προϊόντα υγιεινής με 22,9%. Τον αντίποδα, τα είδη μακιγιάζ υποχώρησαν σε 9,9% επί του συνόλου, έναντι 10,1% το 2018, ενώ τα αρώματα διατήρησαν το ποσοστό τους στο 8,9% και το 2019 παραμένοντας αμετάβλητα από το 2017.