Μείωση της εξάρτησης και περιορισμό των κινδύνων προβλέπει η εθνική στρατηγική έναντι της Κίνας, στην οποία η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κατέληξε σήμερα, συγκεράζοντας τους αιχμηρούς τόνους της υπουργού Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ με την κατευναστική διάθεση του καγκελάριου Όλαφ Σολτς.
Το ομοσπονδιακό υπουργικό συμβούλιο συμφώνησε νωρίτερα σήμερα στο κείμενο το οποίο στο εξής θα αποτελεί την κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση κάθε μορφής κυβερνητικής, αλλά και εμπορικής πολιτικής σε σχέση με την Κίνα, από την οποία η Γερμανία διατηρεί εδώ και χρόνια ιδιαίτερα ευρεία εξάρτηση.
«Συνεχίζουμε να συνεργαζόμαστε με την Κίνα, για παράδειγμα σε θέματα οικονομίας και προστασίας του κλίματος», έγραψε ο Όλαφ Σολτς νωρίτερα στο Twitter, διευκρινίζοντας ωστόσο ταυτόχρονα ότι εξετάζονται κρίσιμα ζητήματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και ο υγιής ανταγωνισμός. «Οι σχέσεις με την Κίνα πρέπει να αποκτήσουν πυξίδα», έγραψε από την πλευρά της η κυρία Μπέρμποκ, επίσης στο Twitter.
Η λεπτή ισορροπία στις σχέσεις με την Κίνα απασχολούσε εδώ και μήνες την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, εξαιτίας τόσο των συνθηκών όπως διαμορφώθηκαν μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία όσο και της διαφορετικής θεώρησης μεταξύ καγκελαρίας και υπουργείου Εξωτερικών.
Η Αναλένα Μπέρμποκ αναδεικνύει πάντα τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυρίως σχετικά με τους Ουιγούρους στην επαρχία Σιντζιάνγκ, ενώ ο Όλαφ Σολτς, θιασώτης μιας λιγότερο ριζοσπαστικής αποδύνδεσης, αγωνίστηκε ιδιαίτερα για την είσοδο της κρατικής κινεζικής ναυτιλιακής εταιρίας Cosco στον τερματικό σταθμό των εμπορευματοκιβωτίων στο λιμάνι του Αμβούργου και ήταν ο πρώτος επικεφαλής δυτικής κυβέρνησης που επισκέφθηκε το Πεκίνο μετά την επανεκλογή του προέδρου Σι Τζινπίνγκ.
Μετά την έγκριση πάντως του κειμένου από το υπουργικό συμβούλιο, η υπουργός Εξωτερικών τόνισε ότι «δεν θέλουμε να αποσυνδεθούμε από την Κίνα, αλλά να ελαχιστοποιήσουμε τους κινδύνους», επισημαίνοντας ότι «το ζήτημα είναι να υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές στο εμπόριο και στις αλυσίδες εφοδιασμού, καθώς αυτό ενισχύει τις αντοχές της Γερμανίας».
Στο κείμενο της εθνικής στρατηγικής αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα συνεχίσει να «ευαισθητοποιεί» σχετικά με τους κινδύνους που σχετίζονται με την Κίνα και θα εντείνει την ανταλλαγή απόψεων με τις γερμανικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Οι εταιρίες, τονίζεται, «θα πρέπει να εξετάσουν με προσοχή τις σχετικές με την Κίνα εξελίξεις, τα στοιχεία και τους κινδύνους, στο πλαίσιο των υφιστάμενων διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων». Όσο περισσότερο η Κίνα απομακρύνεται από τους κανόνες και τους όρους της διεθνούς τάξης, η οποία βασίζεται επίσης σε κανόνες, τόσο περισσότερο θα μπορούσαν να αποδειχθούν πρόβλημα ενδεχόμενες κρίσιμες εξαρτήσεις μεμονωμένων βιομηχανιών ή εταιριών από την κινεζική αγορά, προειδοποιεί η κυβέρνηση.
Η πανδημία του κορονοϊού αποκάλυψε εξαρτήσεις, π.χ. στην ιατρική τεχνολογία και στα φαρμακευτικά προϊόντα, αλλά η Γερμανία εξαρτάται από την Κίνα και σε άλλους σημαντικούς τομείς, όπως οι σπάνιες γαίες και πολλά από τα προϊόντα που απαιτούνται για την ενεργειακή μετάβαση. «Η συγκέντρωση σε λίγες μόνο χώρες ή ακόμη και σε μόνο μία χώρα προέλευσης πρωτογενών, ενδιάμεσων και τελικών προϊόντων μπορεί να οδηγήσει σε εξαρτήσεις και μάλιστα σε πολύ κρίσιμους τομείς, όπως έδειξε και το παράδειγμα της Ρωσίας», επισημαίνουν οι συντάκτες του κυβερνητικού κειμένου, στο οποίο περιλαμβάνεται και ενότητα ειδικά για την Ταϊβάν: «Διπλωματικές σχέσεις υπάρχουν μόνο με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας», διευκρινίζεται, αλλά σημειώνεται ακόμη ότι η Γερμανία διατηρεί στενές και καλές σχέσεις με την Ταϊβάν σε πολλούς τομείς τους οποίους επιθυμεί να επεκτείνει.
«Μια αλλαγή στο καθεστώς στα στενά της Ταϊβάν μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο ειρηνικά και με αμοιβαία συναίνεση. Μια στρατιωτική κλιμάκωση θα επηρεάσει επίσης τα γερμανικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα», αναφέρεται στο κείμενο στρατηγικής. Η Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν αποσχισθείσα επαρχία της και το Βερολίνο έχει εκφράσει ανησυχία σχετικά με το ενδεχόμενο το Πεκίνο να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα προκειμένου να αποκτήσει τον έλεγχο του νησιού.
Το Πεκίνο είχε αντιδράσει οργισμένο στο προσχέδιο της γερμανικής στρατηγικής που είχε δημοσιοποιηθεί τον περασμένο Νοέμβριο, κατηγορώντας το Βερολίνο ότι κατατάσσει την Κίνα ως «ανταγωνιστή» και «συστημικό αντίπαλο» στο πλαίσιο της «κληρονομιάς του τρόπου σκέψης του Ψυχρού Πολέμου». «Απορρίπτουμε την υποβάθμιση της Κίνας από τη γερμανική κυβέρνηση με τα λεγόμενα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και με ψέματα και φήμες», είχε τονίσει τότε η κινεζική κυβέρνηση.