Η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να χάνει την υπομονή της με τις τράπεζες που εξακολουθούν να λειτουργούν στη Ρωσία, ενώ αυξάνει τις πιέσεις για την αποχώρησή του, αν και παραδέχεται ότι η όλη διαδικασία δεν είναι ούτε εύκολη και ούτε μπορεί να γίνει με μεγάλη ταχύτητα.
«Νομίζω ότι είναι σημαντικό οι τράπεζες να παραμείνουν πολύ επικεντρωμένες στην περαιτέρω μείωση των ανοιγμάτων τους και, ιδανικά, στην έξοδο από την αγορά το συντομότερο δυνατό», ξεκαθάρισε ο επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ένρια μιλώντας σε συνέδριο και προσέθεσε ότι «αυτή είναι μια διαδικασία την οποία όχι μόνο επαινούμε αλλά και ενθαρρύνουμε έντονα τις τράπεζες να εκτελέσουν, διότι υπάρχει τεράστιος κίνδυνος αξιοπιστίας εάν συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία, συμβάλλοντας, ουσιαστικά, στη χρηματοδότηση των πολεμικών δραστηριότητων της».
Δεν είναι σαφές πόσες δυτικές τράπεζες εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία, ενώ οι Financial Times ανέφεραν τον Ιανουάριο ότι μόλις μια χούφτα από τις 45 δυτικές τράπεζες με θυγατρικές στη Ρωσία έχουν καταφέρει να αποχωρήσουν.
Περισσότερο από ένα χρόνο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, μόλις 526 εταιρείες έχουν προχωρήσει σε πλήρη αποχώρηση από τη χώρα, σύμφωνα με μια εν εξελίξει μελέτη του Πανεπιστημίου Yale. Και αυτό παρά το γεγονός ότι 1.000 εταιρείες ανακοίνωσαν ότι περιορίζουν οικειοθελώς τις δραστηριότητές τους μόλις δύο μήνες μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Αλλά αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη προσπάθειας: Περισσότερες από 2.000 εταιρείες ζητούσαν έγκριση για να αποχωρήσουν από τη ρωσική αγορά, ανέφεραν οι FT τον Μάρτιο, αλλά η πρόοδος ήταν αργή λόγω υλικοτεχνικών καθυστερήσεων. Ακόμη και ο Ένρια αναγνώρισε ότι είναι δύσκολο για τις ξένες τράπεζες να εγκαταλείψουν γρήγορα τη Ρωσία. «Οι ρωσικές αρχές ασκούν μεγάλη πίεση στις τράπεζες και θέτουν εμπόδια στο δρόμο τους για να τις εμποδίσουν να το κάνουν αυτό», είπε, ενώ σημείωσε ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες που κατόρθωσαν να μειώσουν την έκθεσή τους στη ρωσική αγορά έχουν αυξηθεί σημαντικά. .
Έσοδα για τη Ρωσία
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με στοιχεία του ανεξάρτητου πρακτορείου Novaya Gazeta Europe, οι 100 κορυφαίες δυτικές εταιρείες που παρέμειναν στη Ρωσία πλήρωσαν σε φόρους 288 δισ. ρούβλια (3,5 δισ. δολάρια) το 2022.
Το πρακτορείο εξέτασε τις οικονομικές καταστάσεις από νομικά πρόσωπα εγγεγραμμένα στη Ρωσία, τα οποία είτε ανήκαν εξ ολοκλήρου είτε εν μέρει σε δυτικές οντότητες, ενώ τονίζει ότι τα καθαρά κέρδη αυτών των εταιρειών εμφάνισαν το 2022 εντυπωσιακή αύξηση 54% και έφθασαν στα 1,1 τρισ. ρούβλια.
Τα φορολογικά έσοδα που συνεισέφεραν στη Μόσχα αντιπροσωπεύουν το 1% των εσόδων του ρωσικού προϋπολογισμού, ενώ οι μεγαλύτεροι φορολογούμενοι ήταν οι εταιρείες των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας, οι οποίες κατέβαλαν 40 δισεκατομμύρια, 47 δισεκατομμύρια και 55 δισεκατομμύρια ρούβλια, αντίστοιχα.
Στις εταιρείες που πραγματοποίησαν τεράστια κέρδη πέρυσι περιλαμβάνονται ο γαλλικός ενεργειακός κολοσσός TotalEnergies, η αυστριακή Raiffeisen Bank και ο βρετανικός πετρελαϊκός κολοσσός BP, σύμφωνα με τη Novaya Gazeta.
Η TotalEnergies συνέχισε κάποιες επιχειρήσεις στη Ρωσία ακόμη και μετά την εισβολή, αλλά τελικά ανακοίνωσε τον Δεκέμβριο του 2022 ότι «άρχισε σταδιακά να αποσύρεται από τα ρωσικά περιουσιακά της στοιχεία, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι θα συνεχίσει να προμηθεύει φυσικό αέριο στην Ευρώπη». Η αυστριακή τράπεζα Raiffeisen Bank σχεδόν τετραπλασίασε τα καθαρά κέρδη της σε 141 δισεκατομμύρια ρούβλια, σύμφωνα με τη Novaya Gazeta. Ωστόσο, συνεχίζει προσπαθεί να αποσχίσει τις δραστηριότητές του στη Ρωσία, σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters.