Μπορεί να σώθηκαν εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη διάρκεια της πανδημίας από τα προγράμματα στήριξης που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, όμως η κρίση της πανδημίας για την αγορά εργασίας δεν έχει τελειώσει και οι μεγαλύτερες προκλήσεις σχετίζονται με την άνιση κατανομή των επιπτώσεων, εις βάρος των εργαζομένων με περιορισμένες δεξιότητες.
Όπως σημειώνει η Alpha Bank σε ανάλυσή της, η οικονομική μεγέθυνση αναμένεται να επιταχυνθεί στους προσεχείς μήνες, λόγω της συνέχισης των προγραμμάτων εμβολιασμού ανά τον κόσμο και της σταδιακής άρσης των αυστηρών περιοριστικών μέτρων που πολλές χώρες επέβαλλαν για την ανάσχεση της υγειονομικής κρίσης Covid-19.
Τα άνευ προηγουμένου προγράμματα διατήρησης των θέσεων απασχόλησης και εισοδηματικής στήριξης, που εφάρμοσαν οι εθνικές κυβερνήσεις, συνέβαλαν στη διάσωση 21 εκατ. θέσεων εργασίας ανά τον κόσμο το 2020. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, στο πρώτο εξάμηνο του 2020, παρότι το ΑΕΠ στα κράτη-μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) μειώθηκε κατά 12,4%, το πραγματικό ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 3,7%, λόγω της κρατικής στήριξης (OECD-Employment Outlook 2021).
Ωστόσο, η πανδημική κρίση σηματοδότησε την αρχή μίας νέας εποχής για την απασχόληση, ενώ εμβάθυνε περαιτέρω τις διαφορές μεταξύ των ατόμων με υψηλές δεξιότητες και υψηλά εισοδήματα έναντι εκείνων με χαμηλές δεξιότητες και χαμηλά εισοδήματα, καθώς και μεταξύ των ατόμων με καλές θέσεις εργασίας και εκείνων με επισφαλείς θέσεις εργασίας ή ανέργων. Ως εκ τούτου, σημαντικές αλλαγές άρχισαν να παρατηρούνται τόσο στον τρόπο εργασίας, όσο και στον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Η εξ αποστάσεως εργασία, η ψηφιοποίηση των εργασιών και ο επανακαθορισμός της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, με έμφαση στις εθνικές προμηθευτικές μονάδες, είναι μερικές από τις σημαντικότερες παρεμβάσεις που υιοθετήθηκαν προκειμένου να συνεχιστεί απρόσκοπτα η επιχειρηματική δραστηριότητα, χωρίς να προκληθούν μεγάλες οικονομικές απώλειες. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η κρίση που προκλήθηκε στην αγορά εργασίας από την πανδημία Covid-19 δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, ενώ η αύξηση της απασχόλησης δεν αξιολογείται ως επαρκής, προκειμένου να αντισταθμιστούν οι απώλειες των θέσεων εργασίας, τουλάχιστον μέχρι το 2023 (Γράφημα 5). Κατά συνέπεια, το νέο εργασιακό περιβάλλον θα αποτελέσει σημαντική πρόκληση για τις εθνικές κυβερνήσεις, τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους.
Το βάρος της πανδημικής κρίσης κατανέμεται δυσανάλογα στις κοινωνικές ομάδες
Η οικονομική διαταραχή που προκλήθηκε από την υγειονομική κρίση Covid-19 έγινε αισθητή σε διαφορετικούς τομείς και κλάδους της οικονομίας κάθε χώρας, καθώς ο φόβος της εξάπλωσης της νόσου και η λήψη μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης περιόρισαν, σε σημαντικό βαθμό, την οικονομική δραστηριότητα. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου και την έναρξη των εμβολιαστικών προγραμμάτων, οι περιορισμοί έχουν αρχίσει να εξασθενούν και να αποκτούν στοχευμένο χαρακτήρα, γεγονός που επέτρεψε σε πολλούς εργαζόμενους να επιστρέψουν στο φυσικό χώρο απασχόλησής τους.
Ωστόσο, η ιδιομορφία της οικονομικής κρίσης και η διαφορετικότητα των θέσεων εργασίας είχαν ως αποτέλεσμα ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων να επωμιστούν το μεγαλύτερο μέρος των συνεπειών (χαμηλόμισθοι, εργαζόμενοι με χαμηλή εκπαίδευση, νέοι). Αξίζει να τονιστεί ότι οι νέοι ήταν από τις πληθυσμιακές ομάδες που επλήγησαν σοβαρά από την πανδημική κρίση, με το ποσοστό της ανεργίας στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ να έχει αυξηθεί από την έναρξη της πανδημίας και οι ώρες εργασίας τους να έχουν μειωθεί περισσότερο από 26%, καθώς πολλοί εξ αυτών είτε εργάζονταν σε τομείς που δέχθηκαν σφοδρό πλήγμα από την υγειονομική κρίση, είτε απασχολούνταν με μορφές εργασίας που χαρακτηρίζονται από επισφάλεια και ελαστικότητα. Όσον αφορά εκείνους που πρόκειται να εισέλθουν για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας μετά το πέρας της εκπαίδευσής τους, έχουν δυσκολίες στην επαγγελματική τους αποκατάσταση, εξαιτίας του περιορισμένου αριθμού διαθέσιμών θέσεων απασχόλησης. Σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Εργασίας, εκτιμάται ότι, το 2020, οι εργαζόμενοι απώλεσαν το 8,8% των συνολικών ωρών εργασίας, ήτοι οι ετήσιες ώρες εργασίας 255 εκατ. εργαζομένων πλήρους απασχόλησης. Παράλληλα, μέσα στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον που προκάλεσε η υγειονομική κρίση, οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν να δίνουν έμφαση στην αυτοματοποίηση και στην ψηφιοποίηση.
Οι προαναφερθείσες επιδράσεις θα έχουν επιπτώσεις τόσο στην ένταση, όσο και στην έκταση της οικονομικής ανάκαμψης. Κατά συνέπεια, η παγκόσμια ανεργία αναμένεται, σύμφωνα με την εκτίμηση του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO-WESO Trends 2021), να ανέλθει σε 205 εκατ. άτομα το 2022, ξεπερνώντας σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο των 187 εκατ. το 2019. Αυτό αντιστοιχεί σε ποσοστό της ανεργίας 5,7%. Εξαιρουμένης της περιόδου της πανδημικής κρίσης, ένα τέτοιο ποσοστό παρατηρήθηκε για τελευταία φορά το 2013.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά την πανδημία, πολλοί εργαζόμενοι δεν έχουν ακόμη εισέλθει σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Ταυτόχρονα, εργαζόμενοι που απώλεσαν την εργασία τους, στους πρώτους μήνες της πανδημίας, ενδεχομένως να αδυνατούν να ανταγωνιστούν εκείνους των οποίων οι θέσεις εργασίας ήταν σε καθεστώς προστασίας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος ανόδου του ποσοστού των μακροχρόνιων ανέργων. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στο τέλος του 2020, υπήρχαν 60% περισσότεροι άνεργοι, για τουλάχιστον έξι μήνες, ποσοστό που συνέχισε να αυξάνεται και στο πρώτο τρίμηνο του 2021.
Το ποσοστό της ανεργίας υψηλότερα από το προ πανδημίας επίπεδα
Στο τέλος του 2020, στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ είχαν χαθεί περίπου 22 εκατ. θέσεις εργασίας σε σύγκριση με το 2019. Ωστόσο, το ποσοστό της ανεργίας άρχισε να υποχωρεί σταδιακά από τις αρχές του 2021, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται, τον Μάιο του 2021, σε 6,6% από 6,9%, τον Δεκέμβριο του 2020, παραμένοντας, ωστόσο, 1,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το προ της πανδημίας επίπεδο (Φεβρουάριος 2020). Ο αντίστοιχος αριθμός ανέργων στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ διαμορφωνόταν σε 43,5 εκατ., τον Μάιο του 2021, ήτοι 8,1 εκατ. υψηλότερα από τον Φεβρουάριο του 2020. Όσον αφορά στην ανεργία των νέων, διαμορφωνόταν στο 13,6%, τον Μάιο του 2021, ήτοι 2,2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το επίπεδο πριν την πανδημία. Αξίζει να τονιστεί ότι υπάρχουν σημαντικές ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών στο μέγεθος της οικονομικής διαταραχής και του ρυθμού της οικονομικής ανάκαμψης, μεταξύ Μαΐου 2021 και Φεβρουαρίου 2020, με τα ποσοστά της ανεργίας να κυμαίνονται από 0 έως 4 ποσοστιαίες μονάδες.
Η εξάλειψη των ανισοτήτων, στοιχείο-κλειδί για τη βελτίωση της αγοράς εργασίας
Η πανδημική κρίση Covid-19 έχει εντείνει τις οικονομικές και κοινωνικές διαφορές, ενώ έχει ενισχύσει τις υπάρχουσες ανισότητες στις δεξιότητες και στις ευκαιρίες απασχόλησης. Στην αρχή της κρίσης, οι εργαζόμενοι με χαμηλή ειδίκευση είχαν μεγάλες πιθανότητες να απωλέσουν την εργασία τους, ενώ οι εργαζόμενοι με υψηλή ειδίκευση είχαν περισσότερες πιθανότητες να μειώσουν το χρόνο απασχόλησής τους. Παράλληλα, η πανδημική κρίση επιτάχυνε τον ψηφιακό μετασχηματισμό και τον αυτοματισμό, δίνοντας την ευκαιρία σε πολλά άτομα να εργαστούν εξ αποστάσεως. Η τηλεργασία αποτελεί την επικρατούσα τάση για πολλούς εργαζόμενους υψηλής ειδίκευσης, χωρίς, ωστόσο, να έχει μεγάλη εφαρμογή σε επαγγέλματα χαμηλής ειδίκευσης (Γράφημα 6), ενώ ανατρέπει δομές και πρότυπα που αποτέλεσαν τη βάση της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης τις τελευταίες δεκαετίες.
Πολλές χώρες, ενδεχομένως, δεν θα επιστρέψουν στα επίπεδα της οικονομικής μεγέθυνσης πριν την εμφάνιση της νόσου Covid-19, νωρίτερα από το 2022, ενώ για πολλές αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες ο συγκεκριμένος στόχος θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο. Οι εθνικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο έχουν την ευκαιρία να αναλάβουν πρωτοβουλίες, προκειμένου η οικονομική ανάκαμψη να επικεντρωθεί στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες -νέοι, γυναίκες, άτομα χαμηλής ειδίκευσης και αυτοαπασχολούμενοι. Στο πλαίσιο των πολιτικών απασχόλησης, αποτελεί βαρύνουσας σημασίας η προτεραιότητα για αναβάθμιση και απόκτηση δεξιοτήτων από τις συγκεκριμένες κατηγορίες του εργατικού δυναμικού, προκειμένου να διατηρηθούν οι υφιστάμενες θέσεις εργασίας ή να υπάρξει η δυνατότητα μετακίνησης σε νέες, πιο παραγωγικές θέσεις εργασίας.
Η αποτυχία αντιμετώπισης της ανισότητας είναι πιθανό να οδηγήσει όχι μόνο σε βαθύτερες κοινωνικές διαφορές, αλλά να επιδράσει αρνητικά στην παραγωγικότητα και γενικότερα στην οικονομική ανάκαμψη. Η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής θα ενισχύσει το αίσθημα εμπιστοσύνης και θα επηρεάσει θετικά την καταναλωτική συμπεριφορά, συμβάλλοντας στην ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη.