Τα πολύ χαμηλά ποσοστά συμμετοχής γυναικών και νέων στην αγορά εργασίας, σε σχέση με τα αντίστοιχα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και παρά την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας επισημαίνει σε ανάλυσή της η Alpha Bank, σημειώνοντας ότι βρίσκονται σε εξέλιξη σημαντικές μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας συνεχίζουν να βελτιώνονται, τονίζει η Alpha Bank, με το εποχικά διορθωμένο ποσοστό της ανεργίας στην Ελλάδα να υποχωρεί, τον Μάιο, σε 10,8%, από 11,3%, τον Απρίλιο και 12,7%, τον Μάιο του 2022, επιστρέφοντας στα επίπεδα που βρισκόταν στα τέλη του 2009.
Παράλληλα, η απασχόληση συνεχίζει να αυξάνεται σε ετήσια βάση (1,1%, τον Μάιο), αν και με χαμηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα (5,1%). Σημαντική αποκλιμάκωση παρουσιάζει η ανεργία των νέων (κάτω των 25 ετών), με το ποσοστό της ανεργίας να διαμορφώνεται σε 24%, τον Μάιο, έναντι 32,7%, τον Μάιο του 2022, παραμένοντας, ωστόσο, σε υψηλότερο επίπεδο από το αντίστοιχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27: 13,9%). Επιπρόσθετα, η μακροχρόνια ανεργία παραμένει σε πτωτική τροχιά, μειούμενη σε 6,3%, το πρώτο τρίμηνο του 2023 (Q1 2022: 8,2%), υπερβαίνοντας, ωστόσο, το αντίστοιχο ποσοστό της EE-27 (2,2%).
Όπως αποτυπώνεται στο Γράφημα 1α, η αποκλιμάκωση του ποσοστού της ανεργίας αναμένεται να συνεχισθεί και το επόμενο διάστημα, σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Spring 2023 Economic Forecast), αν και με σχετικά ηπιότερο ρυθμό, καθώς αυτό προσεγγίζει σταδιακά το φυσικό ποσοστό ανεργίας (το ποσοστό ανεργίας που αντιστοιχεί στην “κατάσταση πλήρους απασχόλησης”, υπό την έννοια ότι η ύπαρξη ανεργίας οφείλεται στη διαρθρωτική ανεργία και στην ανεργία τριβής και όχι σε διαταραχές του οικονομικού κύκλου).
Η σταδιακή συρρίκνωση του ποσοστού της κυκλικής ανεργίας, δηλαδή της διαφοράς του ποσοστού ανεργίας από το φυσικό ποσοστό της, συνδέεται με την κάλυψη του παραγωγικού κενού της χώρας τα τελευταία έτη, το οποίο ορίζεται ως η διαφορά του πραγματικού ΑΕΠ από το δυνητικό ΑΕΠ (Γράφημα 1β). Το δυνητικό ΑΕΠ είναι το προϊόν που μπορεί να παράξει η οικονομία, κάνοντας χρήση στον μέγιστο βαθμό και με τον πιο αποδοτικό τρόπο των παραγωγικών συντελεστών κεφαλαίου και εργασίας. Με άλλα λόγια, αντανακλά τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας.
Όπως αποτυπώνεται και στο γράφημα, το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε σε σημαντικό βαθμό, από το 2009 και μετά, ως απόρροια της οικονομικής κρίσης και του υφεσιακού κύκλου, διευρύνοντας τη διαφορά του από το δυνητικό προϊόν. Το τελευταίο εισήλθε σε τροχιά μείωσης, η οποία οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην αποεπένδυση που έλαβε χώρα, καθώς και στην εκροή εργατικού δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης στο εξωτερικό.
Εντούτοις, η επιστροφή της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης επανέφερε το πραγματικό ΑΕΠ σε ανοδική πορεία -η οποία διακόπηκε προσωρινά το 2020, λόγω της πανδημίας και των αρνητικών επιπτώσεών της στην οικονομική δραστηριότητα- προσεγγίζοντας, το 2022, το δυνητικό του επίπεδο, ενώ αναμένεται να το ξεπεράσει ελαφρώς, το 2023 και το 2024. Παράλληλα, το δυνητικό ΑΕΠ επέστρεψε σε μια ήπια ανοδική τροχιά, από το 2021 και μετά, αντανακλώντας τη σταδιακή συσσώρευση φυσικού κεφαλαίου, ως αποτέλεσμα της αύξησης των επενδύσεων και της σταδιακής αναστροφής της εκροής ανθρωπίνου δυναμικού από τη χώρα.
Συμμετοχή νέων και γυναικών στο εργατικό δυναμικό
Η μεγέθυνση του δυνητικού προϊόντος προϋποθέτει αφενός, τη χρήση περισσότερων παραγωγικών συντελεστών (κεφάλαιο, εργασία) και αφετέρου, την αποδοτικότερη χρησιμοποίηση αυτών μέσω της βελτίωσης της τεχνολογίας. Όσον αφορά στην εργασία, αυτό δύναται να επιτευχθεί μέσω της αύξησης της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό.
Διαχρονικά, στη χώρα μας, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό -το οποίο ορίζεται ως ο λόγος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (απασχολούμενοι και άνεργοι) προς τον συνολικό πληθυσμό- υστερούσε έναντι του μέσου όρου της ΕΕ-27.
Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο τρίμηνο του έτους, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό διαμορφώθηκε σε 59,4% στην Ελλάδα, έχοντας παραμείνει σχετικά σταθερό, από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας (Q1 2010: 60%), με εξαίρεση την πρώτη περίοδο της πανδημίας (Γράφημα 2α). Αντίθετα, στην ΕΕ-27, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό αυξήθηκε από 62,3%, το πρώτο τρίμηνο του 2010, σε 65%, το πρώτο τρίμηνο του 2023.
Το χάσμα στα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα και την ΕΕ-27 διευρύνεται στις γυναίκες και στους νέους έως 24 ετών. Συγκεκριμένα, το πρώτο τρίμηνο του έτους, στις γυναίκες, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό διαμορφώθηκε σε 51,5%, στην Ελλάδα, έναντι 59,9%, στην ΕΕ-27 (Γράφημα 2β), ενώ, στους νέους, το ποσοστό συμμετοχής διαμορφώθηκε σε 24%, στην Ελλάδα, έναντι 40,3%, στην ΕΕ-27 (Γράφημα 2γ).
Μεταρρυθμίσεις
Η σημαντική υστέρηση της χώρας μας έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου στο ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό υποδηλώνει ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια αύξησής του, ιδιαίτερα στις γυναίκες και στους νέους. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, καίριας σημασίας είναι η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που σχετίζονται με την αγορά εργασίας.
Οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν στην αγορά εργασίας στη χώρα μας προσδιορίζονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και στο Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων, το οποίο καταρτίζεται σε ετήσια βάση. Όσον αφορά στο πρώτο, ένας από τους τέσσερις πυλώνες του σχεδίου είναι ο πυλώνας «Απασχόληση, Δεξιότητες, Κοινωνική Συνοχή», για τον οποίο έχουν προϋπολογιστεί περίπου Ευρώ 5,2 δισ., ποσό που υπερβαίνει το 28% του συνολικού προϋπολογισμού του σκέλους των επιδοτήσεων.
Με βάση το πρόσφατο δελτίο του ΚΕΠΕ (Μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας,Ιούλιος 2023), οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν άμεσα στην αγορά εργασίας διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες:
- Μεταρρυθμίσεις για την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών στήριξης της απασχόλησης και των μηχανισμών ελέγχου της αγοράς. Ενδεικτικά αναφέρονται ο ψηφιακός μετασχηματισμός της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης, η αναβάθμιση πληροφορικών συστημάτων, η ψηφιακή κάρτα εργασίας και ο μετασχηματισμός του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας σε ανεξάρτητη αρχή (οι δύο τελευταίες περιλαμβάνονται και στην τέταρτη κατηγορία).
- Μεταρρύθμιση ενεργητικών και παθητικών πολιτικών απασχόλησης προκειμένου αυτή να στηριχθεί και να καταπολεμηθεί η ανεργία. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται η αναθεώρηση της πολιτικής των επιδομάτων ανεργίας -ιδιαίτερα των μακροχρόνια ανέργων-, η αναβάθμιση και η απόκτηση νέων δεξιοτήτων, η αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και η καλύτερη διασύνδεση μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας.
- Μεταρρυθμίσεις με σκοπό την ενθάρρυνση της ένταξης στην αγορά εργασίας. Ορισμένες δράσεις που δύναται να συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση είναι η υλοποίηση προγραμμάτων για τη φροντίδα παιδιών προσχολικής ηλικίας εντός μεγάλων επιχειρήσεων και το πρόγραμμα φροντίδας βρεφών.
- Μεταρρυθμίσεις για την προστασία της απασχόλησης.
Επιπλέον, υπάρχουν και μεταρρυθμίσεις που επηρεάζουν έμμεσα την αγορά εργασίας, όπως αυτές που σχετίζονται με την εκπαίδευση (βελτίωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εξάπλωση χρήσης ψηφιακών τεχνολογιών, ίδρυση πρότυπων ΕΠΑΛ κ.ά.) και την έρευνα και τεχνολογία.
Τέλος, η πρόθεση της κυβέρνησης να καταργήσει την ποινή του 30% στις συντάξεις όσων συνταξιούχων συνεχίζουν να εργάζονται και να παρακρατά ποσοστό επί του συμπληρωματικού τους εισοδήματος, αφενός θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της συμμετοχής των συνταξιούχων στο εργατικό δυναμικό και αφετέρου να αυξήσει τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων.