Μετά από 17 χρόνια με νομικές μάχες στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και εκτεταμένες επιβολές δασμών σχεδόν σε κάθε προϊόν, όπως από ένα γαλλικό κρασί μέχρι αμερικανικά οχήματα, ο πρόεδρος Μπάιντεν αποκάλυψε πριν λίγες ημέρες πως οι ΗΠΑ έφτασαν σε συμφωνία με την ΕΕ για να τελειώσει η αντιπαράθεση για τις κρατικές επιδοτήσεις σε Airbus και Boeing.
Η συμφωνία ανακοινώθηκε πριν την πρώτη Σύνοδο ΗΠΑ - Ε.Ε. επί προεδρίας του Τζο Μπάιντεν και αναμένεται να ματαιώσει την πληρωμή δασμών 11,5 δισ. δολαρίων τα επόμενα πέντε χρόνια. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι θα συνεργαστούν για την από κοινού ανάλυση και αντιμετώπιση πρακτικών τρίτων μερών που ενδέχεται να βλάψουν τις βιομηχανίες κατασκευής αεροσκαφών Ευρώπης και Αμερικής. Έτσι, με τη συμφωνία αυτή θα μπορέσουν οι δύο πλευρές να επικεντρωθούν σε μια κοινή οικονομική απειλή: στην Κίνα.
Ωστόσο, η σημαντική αυτή εξέλιξη αφήνει άλυτες ορισμένες εμπορικές τριβές μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ. Κυρίως, ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν διατήρησε φόρους σε εισαγωγές που είχε επιβάλλει ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στον ευρωπαϊκό χάλυβα και στο αλουμίνιο, μια κίνηση που είχε ενοχλήσει τους Ευρωπαίους συμμάχους της Αμερικής πριν από τρία χρόνια.
Παρά την εκεχειρία για Boeing και Airbus, πάντως, χρειάζεται να διανυθεί μεγάλη απόσταση για να αποκατασταθεί πλήρως η εμπορική σχέση των δύο πλευρών. Οι εμπορικές συναλλαγές έφτασαν τα 933 δισ. δολ. το 2020, παρά την πανδημία, αλλά η σχέση Ευρώπης - ΗΠΑ υπέστη μεγάλες βλάβες κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ. Μεταξύ άλλων, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ είχε κατηγορήσει τους Ευρωπαίους πως χρησιμοποιούν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές για να πουλήσουν περισσότερα προϊόντα στις ΗΠΑ από όσα εισάγουν και για την αποφυγή της ευθύνης τους να πληρώσουν για την εθνική τους άμυνα.
Η ιστορία της διαμάχης
Οι διαφορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών για τα μεγάλα πολιτικά αεροσκάφη αποτελούν μια από τις πιο μακροχρόνιες διαμάχες στην ιστορία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Έχει ξεκινήσει από το 2004, όταν ο αριθμός των παραδόσεων αεροσκαφών της Airbus ξεπέρασε για πρώτη φορά αυτόν της Boeing. Η προηγούμενη συμφωνία για τις επιδοτήσεις κατέρρευσε, με τη διοίκηση των ΗΠΑ να ισχυρίζεται ότι υπάρχει αθέμιτη κρατική ενίσχυση, την ΕΕ να αρνείται τις καταγγελίες και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου να ανοίγει έρευνες και για τις δύο πλευρές.
Οι κυριότερες επικρίσεις των ΗΠΑ επικεντρώθηκαν στη λεγόμενη βοήθεια εκκίνησης που παρασχέθηκε στην Airbus από τις χώρες της ΕΕ όπου είχε εγκαταστάσεις η βιομηχανία (εκείνη την εποχή, το Ην. Βασίλειο, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ισπανία). Η ενίσχυση ισοδυναμούσε με κρατική χρηματοδότηση για την ανάπτυξη νέων μοντέλων, τα οποία αποπληρώθηκαν μέσω δικαιωμάτων επί των μελλοντικών πωλήσεων.
Από την πλευρά της, η ΕΕ είχε απαντήσει πως η Boeing είχε ωφεληθεί από την αμερικανική υποστήριξη η οποία παραβίαζε τους κανόνες του ΠΟΕ -συγκεκριμένα, φοροαπαλλαγές από την πολιτεία της Ουάσιγκτον όπου εδρεύει η εταιρεία. Ακολούθησαν ατελείωτες αντεγκλήσεις, όπου η κάθε πλευρά κατηγορούσε την άλλη πως δεν συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του ΠΟΕ.
Το 2019, ο ΠΟΕ έδωσε στις ΗΠΑ το δικαίωμα να επιβάλουν ως αντίποινα δασμούς σε ευρωπαϊκά προϊόντα αξίας 7,5 δισ. δολαρίων, με την Ουάσιγκτον να στοχεύει από το γαλλικό κρασί έως γερμανικές εργαλειομηχανές. Το επόμενο έτος, η ΕΕ μπορούσε να να επιβάλει πρόσθετους δασμούς αξίας περίπου 4 δισ δολαρίων σε αγαθά των ΗΠΑ και στη λίστα της συμπεριλαμβάνονταν σημαντικά αμερικανικά προϊόντα όπως αλκοολούχα ποτά μέχρι συσκευασμένα ψάρια.
Η εκλογή Μπάιντεν έφερε πιο κοντά τον τερματισμό της διαφωνίας καθώς γινόταν όλο και περισσότερο σαφές πως αυτή η κατάσταση ήταν επιζήμια τόσο για τις δυο εταιρείες όσο και τις δυο ηπείρους, δίνοντας έτσι το δικαίωμα στην Κίνα να στρέφει το βλέμμα της και στην αγορά κατασκευής εμπορικών αεροσκαφών. Τον Μάρτιο, οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αναστείλουν τους δασμούς αντιποίνων για τέσσερις μήνες, ανοίγοντας ένα παράθυρο διαπραγματεύσεων.
Τι περιλαμβάνει η συμφωνία
Η συμφωνία μπορεί να βοηθήσει στην εδραίωση του δίπολου της Airbus και της Boeing, οι οποίες κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά αεροσκαφών. Και οι δύο εταιρείες έχουν αντιμετωπίσει δυσκολίες πρόσφατα με πτωτικές παραγγελίες και παραδόσεις σε μια εποχή που η πανδημία κατέστρεψε τα αεροπορικά ταξίδια και οδήγησε τις αεροπορικές εταιρείες να ακυρώσουν ή να καθυστερήσουν τις αγορές.
Η συμφωνία της Τρίτης κατέστησε σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ αναγνωρίζουν ότι η Boeing και η Airbus αντιμετωπίζουν μια εξωτερική απειλή πολύ μεγαλύτερη μεταξύ τους. Στο πλαίσιο της επιθετικής προσπάθειάς της να γίνει η παγκόσμια κυρίαρχη βιομηχανική δύναμη, η Κίνα έχει την πρόθεση να αναπτύξει τη δική της βιομηχανία κατασκευής αεροπλάνων με ισχυρή κυβερνητική υποστήριξη.
Το βασικό στοιχείο της συμφωνίας είναι η πενταετής αναστολή των κυρώσεων και η δημιουργία μιας ομάδας εργασίας που θα αναλάβει να καταλήξει σε τελική συμφωνία για τις προηγούμενες και μελλοντικές επιδοτήσεις.
Η Boeing, χαιρετίζοντας τη συμφωνία, δήλωσε ότι «δεσμεύει την ΕΕ να αντιμετωπίσει την παροχή βοήθειας για την έναρξη της λειτουργίας και αφήνει σε ισχύ τους απαραίτητους κανόνες για να διασφαλίσει ότι η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα ανταποκριθούν σε αυτήν τη δέσμευση, χωρίς να απαιτηθεί περαιτέρω δράση του ΠΟΕ».
Ωστόσο, για να θεσπιστούν ορισμένοι κανόνες, θα χρησιμοποιηθούν κριτήρια αναφοράς του ΠΟΕ για τη χρηματοδότηση των κατασκευαστών αεροσκαφών, τις φορολογικές ελαφρύνσεις και άλλα είδη επιδοτήσεων. Η συμφωνία καλεί επίσης για τακτικές επαφές σε υπουργικό επίπεδο, κυρίως μεταξύ του επιτρόπου εμπορίου της ΕΕ Βάλντις Ντομπρόβσκι και της εκπροσώπου Εμπορίου των ΗΠΑ Κάθριν Τάι, ώστε να επανεξετάσουν την πρόοδο.
Είναι σημαντικό ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν να συνεργαστούν για τον χειρισμό των εισερχομένων κινεζικών βιομηχανιών στην κατασκευή αεροσκαφών. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν αναφέρθηκε στις μη εμπορικές πρακτικές της Κίνας που δίνουν αθέμιτο πλεονέκτημα σε κινεζικές εταιρείες.
Η αντιμετώπιση της κινεζικής απειλής
Οι δύο μεγάλοι της κατασκευής αεροσκαφών αντιμετωπίζουν αυξανόμενο κινεζικό ανταγωνισμό, καθώς η κρατική αεροδιαστημική βιομηχανία της Κίνας, Comac αναπτύσσει το C919, ένα αεροσκάφος σχεδιασμένο να ανταγωνιστεί το Airbus A320 και το Boeing 737. Η Boeing είχε προβλέψει πέρυσι ότι η Κίνα θα γίνει η μεγαλύτερη αεροπορική αγορά του κόσμου, με περίπου το 25% της συνολικής αύξησης των αεροσκαφών σε παγκόσμιο επίπεδο να προέρχεται ήδη από την ασιατική χώρα κατά την τελευταία δεκαετία.
Ο Γουίλιαμ Ρινς, πρώην εμπορικός αξιωματούχος των ΗΠΑ, σημειώνει πως η κυβέρνηση του Πεκίνου θα «αναγκάσει όλες τις κινεζικές αεροπορικές εταιρείες να αγοράσουν τα αεροσκάφη που παράγονται στην Κίνα. Έτσι, θα δημιουργήσουν μια αγορά, τα αεροπλάνα τους θα βελτιωθούν και μόλις γίνουν καλύτερα και φθηνότερα θα αρχίσουν να κατακλύζουν την παγκόσμια αγορά».
Οι ΗΠΑ και η ΕΕ συμφώνησαν να συνεργαστούν για να αντιμετωπίσουν τις προσπάθειες του Πεκίνου να αποκτήσει ξένη τεχνολογία. Παράλληλα, σχεδιάζουν να αναλάβουν κοινή δράση κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που φαίνεται να έχουν ως στόχο να δώσουν στους Κινέζους κατασκευαστές αεροπλάνων αθέμιτα πλεονεκτήματα.
Ο Ρίτσαρντ Αμπουλάφια, αναλυτής αεροναυπηγικής στην Teal Group, επισήμανε ότι η συμφωνία θα βοηθήσει ΗΠΑ και Ευρώπη να παρουσιάσουν ένα ενωμένο μέτωπο εναντίον της Κίνας. Παρατήρησε ότι οι κινεζικές αεροπορικές εταιρείες καθυστέρησαν τις παραδόσεις από την Boeing και την Airbus κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά συνέχισαν να παραλαμβάνουν αεροσκάφη από την κινεζική COMAC.
«Οι Κινέζοι θέλουν να κλείσουν την αγορά τους και να ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο και η μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά στον πλανήτη για την Airbus και την Boeing απλά εξαφανίζεται», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε πως η συμφωνία ΗΠΑ - ΕΕ δεν θα εμποδίσει την Κίνα «αλλά τουλάχιστον μπορούν να αποτρέψουν ένα σενάριο όπου η Κίνα θα διαιρεί τη Δύση και θα στρέφει τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους τον ένα εναντίον του άλλου».