Νικητές αναδείχθηκαν τα plant based προϊόντα στην μεγάλη κόντρα με τη γαλακτοβιομηχανία που ήθελε να τους επιβάλλει περισσότερους περιορισμούς, λογοκρίνοντας ακόμα και τις αναφορές των διατροφικών πληροφορίων. Σε έναν πόλεμο που έχει ξεκινήσει από τον Οκτώβριο 2020, οι εταιρείες φυτικών προϊόντων κέρδισαν μια μεγάλη μάχη που διασφαλίζει ότι δεν θα χρειαστεί να επανασχεδιάσουν την στρατηγική τους και πλέον οι καταναλωτές είναι αυτοί που θα κρίνουν το μέλλον της αγοράς.
Μετά από εβδομάδες που αναβαλλόταν η συζήτηση στην ΕΕ, αποφασίστηκε το βράδυ της Τρίτης να μην επιβληθούν νέοι περιορισμοί στα plant based προϊόντα, και θα μπορούν να προβάλουν στις συσκευασίες τους πληροφορίες για αλλεργικές αντιδράσεις και να πουλιούνται σε συσκευασίες όμοιες με εκείνες των γαλακτοκομικών προϊόντων, ενώ θα μπορούν να χρησιμοποιούν όρους και εικόνες που μπορεί να παραπέμπουν σε γαλακτοκομικά. Ωστόσο όροι όπως γάλα και γιαούρτι παραμένουν ακόμα απαγορευμένοι.
Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αποφάσισαν να αποσύρουν τις προτάσεις που είχαν κατατεθεί στο πλαίσιο των συζητήσεων για την Κοινή Αγροτική Πολιτική για τα plant based προϊόντα υπό την πίεση των επιχειρήσεων και καταναλωτικών οργανώσεων. Η νεαρή Σουηδέζα Γκρέτα Τουνμπεργκ που έχει βρεθεί στο επίκεντρο της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, βρέθηκε επίσης στο πλευρό των vegan οργανώσεων που ήταν αντίθετες στα σχέδια.
Η Έλενα Γουάλντεν του Good Food Institute Europe ανέφερε πως «επιτέλους αυτή η ανούσια πρόταση δεν βρίσκεται πλέον στο τραπέζι. Παρά το γεγονός ότι παραμένουν οι υπάρχοντες περιορισμοί στις καθημερινές λέξεις, όπως γάλα σόγιας, είναι καθησυχαστικό ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες άκουσαν τους καταναλωτές. Αρνήθηκαν επιπλέον να υπάρξουν νέες απαγορεύσεις στις περιβαλλοντικές συγκρίσεις, όπως απαραίτητες πληροφορίες για αλλεργίες και συσκευασίες γάλακτος». Προσθέτει επίσης ότι «η απόφαση σηματοδοτεί το τέλος παράλογων περιορισμών στα plant based τρόφιμα σε όλα τα επίπεδα των κυβερνητικών πολιτικών στην Ευρώπη. Αντί να ξοδεύουμε χρόνο με ανούσιες προτάσεις, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να κινηθούν για την επίτευξη των κλιματικών στόχων και να υποστηρίξουν τους καταναλωτές να κάνουν πιο βιώσιμες επιλογές».
Οι εταιρείες plant based προϊόντων υπογράμμιζαν πως η συγκεκριμένη τροπολογία ερχόταν σε αντίφαση με τη στρατηγική της ΕΕ για το κλίμα, καθώς η στροφή στα φυτικά προϊόντα διατροφής συμβάλλει στον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα από την κτηνοτροφία. Όπως είχε αναφέρει ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της σουηδικής leader της αγοράς Oatly: «Βρισκόμαστε σε έναν αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής. Να μπαίνουν νέα νομοθετικά εμπόδια, ενώ η επιστήμη δείχνει πως είναι σημαντικό να στραφούμε σε μια plant based διατροφή, είναι αδιανόητο».
Εταιρείες leader στην αγορά plant based προϊόντων όπως η Oatly και η Upfield που πρόσφατα εξαγόρασε την ελληνική Arivia σε ένα από τα μεγαλύτερα deal του 2020, έχουν στραφεί κατά της τροπολογίας που μπορεί να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα.
Η διευθύντρια επικοινωνίας της Upfield, Τζάνετ Φίλτινγκ σημείωσε πως «η συγκεκριμένη τροπολογία ενοχοποιεί τις ίδιες τις λέξεις, τις συσκευασίες και τις εικόνες που χρησιμοποιεί ο τομέας των φυτικών τροφίμων εδώ και δεκαετίες» και προσθέτει ότι «αυτό δεν αποτελεί μόνο θέμα αθέμιτου ανταγωνισμού και δικαιωμάτων του καταναλωτή. Είναι, επίσης, πρόβλημα που σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή, τη βιοποικιλότητα και τη δημόσια υγεία».
Η μάχη για την πίτα
Στην Ευρώπη, η αγορά των plant based προϊόντων διαμορφώνεται στα 3 δισ. ευρώ και αναμένεται να φτάσει τα 5 δισ. το 2025, σύμφωνα με έρευνα της ING. Χαρακτηριστικά, τα plant based ροφήματα κατέχουν το 10% της αγοράς γάλακτος, ενώ προβλέπεται πως οι φυτικές πρωτεΐνες θα αποτελέσουν το ένα τρίτο της παγκόσμιας αγοράς πρωτεϊνών μέχρι το 2054
Πλέον η αγορά των plant based προϊόντων έχει μετατραπεί σε μια αγορά 17 δισ. δολαρίων ετησίως με υψηλό ανταγωνισμό όπως αναφέρει το Euromonitor, ωστόσο κατέχει ένα ισχνό μερίδιο της αγοράς γαλακτοκομικών η οποία ξεπερνά τα 650 δισ. δολάρια. Οι αυξητικές τάσεις που καταγράφονται πάντως έχουν οδηγήσει στη δημιουργία δεκάδων startups ενώ μεγάλοι πολυεθνικοί κολοσσοί επενδύουν σε plant based προϊόντα θέλοντας να εκμεταλλευτούν την διατροφική στροφή των καταναλωτών.
Τα plant based προϊόντα κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι στα ράφια των σούπερ μάρκετ, ενώ και τα φυτικά τυριά μπορεί να αποτελούν αυτή τη στιγμή πολύ μικρό ποσοστό της συνολικής αγοράς, που αντιστοιχεί σε 3% του κλάδου τυριού, ο οποίος έχει αξία 34,3 δισ. δολάρια, ωστόσο κινούνται με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 7-8% ετησίως.
Η αυξήμενη ζήτηση έχει οδηγήσει και σε άνοδο των επενδύσεων στο χώρο, με τα επενδυτικά κεφάλαια στους κλάδους των plant based ροφημάτων και αυγών να έχει αυξηθεί στα 1,6 δισ. δολάρια από τα 64 εκατ. δολάρια που ήταν το 2015 σύμφωνα με στοιχεία της Dealroom. Όπως αναφέρει το PitchBook υπάρχουν πλέον 124 επιχειρήσεις παγκοσμίως που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στα plant based προϊόντα.
Η αγορά των εναλλακτικών πρωτεϊνών σημείωσε ρεκόρ επενδύσεων ύψους 3,1 δισ. δολάριων, με τον κλάδο των plant based να συγκεντρώνει τα 2,1 δισ. δολάρια. Επίσης αναφέρεται πως η αξία των plant based ροφημάτων αναμένεται να διπλασιαστεί σε μεγέθη και από τις 226 εκατ. βρετανικές λίρες που ήταν το 2019 αναμένεται να φτάσει τα 497 εκατ. λίρες το 2025.
Οι ενστάσεις της γαλακτοβιομηχανίας
Η άνοδος των plant based ροφημάτων, ωστόσο έχει προκαλέσει και την αντίδραση της γαλακτοβιομηχανίας που έχει εντείνει τις προσπάθειες για να προωθήσει τις προσπάθειες για την βιωσιμότητα του κλάδου, καταφέρνοντας να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν όροι όπως γάλα και γιαούρτι σε plant based προϊόντα.
Παράλληλα οι γαλακτοβιομηχανίες υποστηρίζουν πως το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας των plant based προϊόντων βασίζεται στη «συνταγή» που έχουν ακολουθήσει οι ίδιοι, καθώς η εναλλακτική βιομηχανία έχει αντιγράψει από τις συσκευασίες και τον τρόπο προώθησης μέχρι και την τοποθέτηση στη λιανική. Σημειώνουν πως η έκρηξη κατανάλωσης των plant based ροφημάτων συνέβη όταν απομακρύνθηκαν από τα ράφια και τοποθετήθηκαν στα ψυγεία των σούπερ μάρκετ δίπλα στα παραδοσιακά γαλακτοκομικά προϊόντα παρά το γεγονός ότι δεν χρειάζονται ψυγείο.
Ο Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Γαλακτοβιομηχανίας τονίζει πως συσκευασίες που συγκρίνουν τα plant based προϊόντα με τα γαλακτοκομικά μπερδεύουν τους καταναλωτές και σημειώνουν πως οι εταιρείες θολώνουν τις γραμμές μεταξύ των προϊόντων. «Ο όρος υποκατάστατο τυριού παραπλανά τους καταναλωτές και δεν τους επιτρέπει να επιλέξουν συνειδητά. Αυτό το αποκαλούμενο υποκατάστατο, διαφέρει ξεκάθαρα από ένα αληθινό τυρί. Είναι τελείως διαφορετικό προϊόν», ανέφερε ο γενικός γραμματέας του Συνδέσμου Αλεξάντερ Αντόν.
Ωστόσο έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση Καταναλωτών σε Πορτογαλία και Ισπανία αποκαλύπτουν πως οι περισσότεροι καταναλωτές δεν μπερδεύονται με τις συσκευασίες των προϊόντων, με την Unilever να αναφέρει πως «διακριτοί όροι, όπως εναλλακτικό γαλακτοκομικό βοηθούν τους καταναλωτές να αντιληφθούν τα χαρακτηριστικά του προϊόντος».
Τον Οκτώβριο όταν υπήρξε η συζήτηση στην Κομισιόν για τα vegan προϊόντα όπου και επιβλήθηκαν οι πρώτοι περιορισμοί, ο εκπρόσωπος των κτηνοτρόφων, Ζαν Πιερ Φλερί είχε τονίσει πως «πρόκειται για μια προφανή περίπτωση πολιτισμικής…πειρατείας. Ορισμένες διαφημιστικές εταιρείες το χρησιμοποιούν για να μπερδεύουν σκόπιμα τους καταναλωτές, προωθώντας την άποψη ότι η αντικατάσταση ενός προϊόντος από το άλλο δεν επηρεάζει την πρόσληψη θρεπτικών συστατικών» και είχε σημειώσει πως «αυτό το μονοπάτι έχει… στρωθεί με καλές προθέσεις, αλλά θα ανοίξει την πόρτα για άλλες μπερδεμένες ονομασίες, που θα προκύψουν μακροπρόθεσμα».