Χωρίς τέλος είναι, όπως όλα υποδεικνύουν, η πτώση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου, η οποία διολίσθησε σε νέο ιστορικό χαμηλό έναντι του αμερικανικού νομίσματος, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη τη διαχείριση της οικονομίας για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και φέρνοντας όλο και πιο κοντά την πιθανότητα προσφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Το τουρκικό νόμισμα υποχώρησε στις 7,3955 λίρες ανά δολάριο, παρά τη συνεχή στήριξη που παρέχει η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας αλλά και οι εκτεταμένες πωλήσεις δολαρίων από τις κρατικές εμπορικές τράπεζες.
Η προσοχή αρκετών επενδυτών έχει στραφεί και στη συνεδρίαση της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας η οποία πραγματοποιείται την Πέμπτη, με τους περισσότερους αναλυτές να εκτιμούν ότι μπορεί να προχωρήσει σε αύξηση των βασικών επιτοκίων, ενώ υπάρχουν και αυτοί οι οποίοι αναμένουν ότι θα προχωρήσει σε λήψη νέων μέτρων στήριξης της ρευστότητας και δεν θα προχωρήσει σε αλλαγή της νομισματικής πολιτικής, κάτι το οποίο, άλλωστε, δεν φαίνεται να επιθυμεί και ο πρόεδρος της Τουρκίας.
Επιπρόσθετα ο Ερντογάν έχει συγκαλέσει σύσκεψη του οικονομικού επιτελείου, στην οποία θα συμμετάσχει ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας, οι επικεφαλής της επιτροπής ελέγχου του τραπεζικού συστήματος και του Χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης, διοικητικά στελέχη του κρατικού ταμείου της Τουρκίας αλλά και κρατικών τραπεζών.
Στην ατζέντα της σύσκεψης, όπως αναφέρει δημοσίευμα της εφημερίδας «Milliyet» περιλαμβάνονται η «μέτρηση» των ζημιών που έχει προκαλέσει η πανδημία στον τουρκικό τουρισμό, η λήψη μέτρων στήριξης οικονομίας και αγοράς εργασίας, αλλά και η κατάσταση που επικρατεί στις εμπορικές δραστηριότητες της χώρας.
Απομονωμένη αγορά η Τουρκία
Το σίγουρο είναι ότι η τουρκική οικονομία χρειάζεται σαφή στήριξη, καθώς εμφανίζει όλο και πιο αρνητική πορεία και απομακρύνεται σχεδόν ολοκληρωτικά από τις υπόλοιπες αναδυόμενες αγορές.
Η Τουρκία έχει σχεδόν μηδενίσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα, ενώ καμία άλλη αναδυόμενη αγορά δεν διατηρεί βασικά επιτόκια σε τόσο χαμηλό επίπεδο σε σύγκριση με τον πληθωρισμό.
Σύμφωνα με αναλυτές των Citigroup και Fidelity International η Τουρκία θα πρέπει, πλέον, να αντιμετωπίζεται ως μία ειδική περίπτωση και όχι ως μία κλασσική αναδυόμενη αγορά, ενώ υποστήριξαν ότι η πτώση της λίρας οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά σε εσωτερικούς παράγοντες.
Βάσει του δείκτη κυκλοφορίας χρήματος Μ1 για 25 αναδυόμενες αγορές, όλες εκτός από την Τουρκία έχουν κατορθώσει να τον περιορίσουν, με τον μέσο όρο να φθάνει στο 10,63%, ενώ για την Τουρκία το ποσοστό είναι επταπλάσιο.
Τα συναλλαγματικά αποθέματα, επίσης, υποχωρούν με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα σε σύγκριση με τις άλλες αναδυόμενες αγορές, καθώς «καίγονται» προκειμένου να υπάρξει αγορά δολαρίων και επομένως στήριξη της λίρας. Αντίθετα οι περισσότερες αναδυόμενες αγορές, εν τω μέσω της πανδημίας, έχουν κατορθώσει είτε να διατηρήσουν σταθερά τα συναλλαγματικά τους αποθέματα, είτε ακόμη και να τα αυξήσουν.
Η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας συνεχίζει να ακολουθεί μία ελαφρώς αλλοπρόσαλλη νομισματική πολιτική, έχοντας ως μοναδικό στόχο να στηρίξει τη λίρα, την ίδια ώρα, όμως, που ο πληθωρισμός τρέχει με υψηλή ταχύτητα, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη έως αδύνατη την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί.
«Ανησυχούμε ιδιαίτερα κυρίως για τα αδύναμα συναλλαγματικά αποθέματα, την αύξηση των δανείων και τη χαλαρή νομισματική πολιτική σε μία χώρα με μη ελκυστικές πραγματικές αποδόσεις. Όλα τα παραπάνω δημιουργούν ερωτηματικά για τις τάσεις που θα επικρατήσουν τόσο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών όσο και στον πληθωρισμό», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Paul Greer, διαχειριστής κεφαλαίων στην Fidelity International, σε δηλώσεις του στο Bloomberg.
Την ίδια ώρα ομάδα αναλυτών της Citigroup σε report της υπογραμμίζει ότι «τα μακροοικονομικά στοιχεία της Τουρκίας δείχνουν ότι απομακρύνεται από τις αναδυόμενες αγορές, εάν εξετάσει κάποιος τόσο την πορεία του πληθωρισμού όσο και αυτήν του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αναμένουμε ότι η τουρκική οικονομία θα «τρέξει» με ρυθμό 4,5% το 2021, όμως δεν πρόκειται να υπάρξει σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών δεδομένων της χώρας».