Η Γερμανία καθιερώνει υποχρεωτικά τεστ, η Σουηδία επιτρέπει σε όλους να έρθουν στη χώρα, ενώ εντός της ΕΕ επικρατούν πολλοί και διαφορετικοί κανόνες για τα ταξίδια, προκαλώντας σύγχυση για το ποιός και πώς ορίζει τις περιοχές υψηλού κινδύνου. Η εξομάλυνση των μετακινήσεων εντός της ΕΕ προέκυψε μεν μετά από κοινή απόφαση των κρατών-μελών στα μέσα Ιουνίου, ωστόσο όπως σημείώνει σε δημοσίευμά της η Deutsche Welle, έκτοτε ισχύουν διαφορετικοί κανόνες σε κάθε χώρα, όπως μπορεί κανείς να δει στον ιστότοπο reopen.europa.eu.
Απ' αυτή την εβδομάδα όσοι έρχονται ή επιστρέφουν στη Γερμανία από περιοχές που θεωρούνται υψηλού κινδύνου θα υποβάλλονται υποχρεωτικά σε τεστ. Έτσι η Γερμανία καθίσταται η πρώτη χώρα της ΕΕ που εισάγει τα υποχρεωτικά τεστ. Η Ελλάδα και η Σουηδία δεν θέτουν περιορισμούς για την είσοδο πολιτών άλλων χωρών της ΕΕ. Η Λετονία ζητά από όσους ταξιδεύουν από το Βέλγιο να μπαίνουν σε υποχρεωτική καραντίνα 14 ημερών. Το Βέλγιο από την πλευρά του θεωρεί την Λετονία περιοχή υψηλού κινδύνου για τον κορονοϊό. Η καραντίνα συνιστάται, αλλά δεν είναι υποχρεωτική. Αντιθέτως απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος στο Βέλγιο από ορισμένες περιοχές της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Ο κατάλογος των διαφορετικών προβλέψεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας στην ΕΕ είναι μακρύς. Στην πράξη κάθε χώρα ακολουθεί δικούς της κανόνες και περιορισμούς. Ορισμένες χώρες απαιτούν τη συμπλήρωση φόρμας παρακολούθησης επαφών, άλλες απαιτούν ειδική δήλωση στο διαδίκτυο πριν από ένα ταξίδι.
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ενιαίος ορισμός στην ΕΕ για την «περιοχή υψηλού κινδύνου». Στη Γερμανία αυτός ο ορισμός δίνεται από το Επιδημιολογικό Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ. Για την ώρα η Γερμανία θεωρεί το Λουξεμβούργο ως τέτοια περιοχή, όχι όμως και τη βόρεια Ισπανία. Οι ταξιδιώτες από περιοχές της βόρειας Ισπανίας δεν οφείλουν να υποβληθούν σε υποχρεωτικά τεστ. Οφείλουν όμως όταν έρχονται από το Λουξεμβούργο. Για κάποιες χώρες, περιοχές αυξημένου κινδύνου θεωρούνται τμήματα της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας.
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ΕCDC) προσπαθεί στο μεταξύ να δώσει κατευθυντήριες γραμμές για τον ορισμό των περιοχών υψηλού κινδύνου. Η ευρωπαϊκή αρχή συλλέγει δεδομένα από όλα τα κράτη-μέλη και εκδίδει καθημερινά κάρτα πληροφόρησης για την πορεία των μολύνσεων ανά κράτος-μέλος. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, το επίκεντρο των μολύνσεων από τον κορονοϊό εντοπίζεται πλέον στη βόρεια Ισπανία, τη Λισαβόνα, την Αμβέρσα, το Λουξεμβούργο, τη Σουηδία και σε τμήματα της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία, τα κράτη της Βαλτικής και η Ελλάδα είχαν λιγότερες από 20 νέες μολύνσεις ανά 100.000 κατοίκους τις τελευταίες 14 ημέρες. Αυτή είναι η τιμή που ορίζει το ECDC ως κριτήριο εξαγωγής συμπερασμάτων.
Αλλά αυτές οι προειδοποιήσεις δεν λαμβάνονται υπόψιν με την ίδια συνέπεια από όλα τα κράτη-μέλη. Eπίσης άλλες χώρες θέτουν ως όριο τις 16 και άλλες τις 50 νέες μολύνσεις. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι βάσει των στοιχείων της συγκεκριμένης αρχής, προκύπτει ότι η εξάπλωση της πανδημίας στην εκάστοτε χώρα περιορίζεται σε συγκεκριμένες περιοχές και όχι στο σύνολο της επικράτειάς του. Ενδεχομένως λοιπόν να είχε νόημα η επιβολή περιορισμών για ταξιδιώτες από τις συγκριμένες περιοχές και όχι το συνολικό κλείσιμο των συνόρων. Επίσης κρίνεται σημαντικός ο εντοπισμός, η καταγραφή και η απομόνωση των κρουσμάτων εντός της χώρας που παρατηρούνται και όχι όταν τα άτομα που προσβάλλονται έχουν φύγει από αυτήν. Σε περίπτωση δεύτερου κύματος πανδημίας, τουλάχιστον η Γερμανία, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπ. Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερε δεν προτίθεται πάντως να ξανακλείσει τα σύνορα, όπως συνέβη κατά το πρώτο κύμα. Τονίζει ωστόσο ότι στόχος είναι σε κάθε περίπτωση η αποφυγή ενός δεύτερου κύματος.