Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν αναμένεται να απαντήσει σήμερα σε ερωτήσεις δημοσιογράφων και πολιτών, κατά τη διάρκεια της ετήσιας συνέντευξης Τύπου που πραγματοποιεί με στόχο τον απολογισμό της χρονιάς.
Η εκδήλωση λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο όπου εντείνονται οι διπλωματικές προσπάθειες για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.
Ο 73χρονος Πούτιν, ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία επί 25 χρόνια, διοργανώνει τη συγκεκριμένη συνέντευξη Τύπου από το 2001, με τη διαδικασία να διαρκεί αρκετές ώρες και να μεταδίδεται ζωντανά από τη ρωσική τηλεόραση.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο Ρώσος πρόεδρος αναφέρεται σε ποικίλα ζητήματα, όπως η γεωπολιτική, η οικονομία και τα προσωπικά του σχέδια για το μέλλον.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάθε χρόνο οι τοποθετήσεις του για την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, μετά τη ρωσική εισβολή το 2022.
Την Τετάρτη, ο Πούτιν επανέλαβε πως οι στόχοι της Ρωσίας στην Ουκρανία «θα επιτευχθούν αναμφίβολα», είτε μέσω διπλωματίας είτε με στρατιωτικά μέσα.
Παράλληλα, υιοθέτησε σκληρή ρητορική απέναντι στους Ευρωπαίους ηγέτες, κατηγορώντας τους πως επιδιώκουν την «κατάρρευση» της Ρωσίας.
Η συνέντευξη Τύπου έχει προγραμματιστεί να ξεκινήσει στις 11:00 ώρα Ελλάδας. Οι παρευρισκόμενοι υποβλήθηκαν σε τεστ covid, όπως συνηθίζεται σε αντίστοιχες εκδηλώσεις με τη συμμετοχή του Πούτιν.
Η ετήσια αυτή διαδικασία αποτελεί ευκαιρία για τον Ρώσο πρόεδρο να ακούσει τα παράπονα των πολιτών από διάφορες περιοχές της χώρας, όπως ζητήματα που αφορούν την κατάσταση των νοσοκομείων ή την έλλειψη σχολείων.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, ο Πούτιν προετοιμάστηκε για τη συνέντευξη μέχρι αργά το βράδυ της Τετάρτης, μελετώντας τις ερωτήσεις των πολιτών, ενώ συνέχισε την προετοιμασία του και την Πέμπτη.
Όπως διευκρίνισε ο Πεσκόφ, στον πρόεδρο υποβλήθηκαν πάνω από δύο εκατομμύρια ερωτήσεις, οι οποίες ταξινομήθηκαν με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης. Τα κοινωνικά ζητήματα έχουν, σύμφωνα με τον ίδιο, «εξέχουσα θέση» στη φετινή θεματολογία.
Μέχρι το 2023, η ετήσια συνέντευξη Τύπου χωριζόταν σε δύο μέρη: αρχικά απαντήσεις σε ερωτήσεις δημοσιογράφων –συμπεριλαμβανομένων δυτικών μέσων– και στη συνέχεια σε ερωτήσεις πολιτών. Από φέτος, τα δύο μέρη έχουν συγχωνευθεί.