Ελπίδες για την αντιμετώπιση των ανθεκτικών στα αντιβιοτικά βακτηρίων προσφέρει μια νέα πειραματική θεραπεία που βασίζεται σε mRNA, σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση της Ιατρικής Σχολής Icahn του Mount Sinai. Η σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Biotechnology».
Όπως αναφέρουν οι επιστήμονες, η θεραπεία δοκιμάστηκε επιτυχώς σε προκλινικά μοντέλα με ποντίκια και ανθρώπινο ιστό πνευμόνων στο εργαστήριο. Τα αποτελέσματα έδειξαν επιβράδυνση της ανάπτυξης των βακτηρίων, ενίσχυση της δραστηριότητας των ανοσοκυττάρων και μείωση της βλάβης του πνευμονικού ιστού σε περιπτώσεις πνευμονίας ανθεκτικής σε πολλαπλές αγωγές.
Σύμφωνα με τον Ξουτσένγκ Χου, κύριο συγγραφέα της μελέτης και επίκουρο καθηγητή Ανοσολογίας και Ανοσοθεραπείας στην Ιατρική Σχολή Icahn, «αν και βρισκόμαστε ακόμα σε πρώιμο στάδιο και έχουμε δοκιμάσει αυτήν την προσέγγιση μόνο σε προκλινικά μοντέλα, τα αποτελέσματα θέτουν σημαντικά θεμέλια για μελλοντικές θεραπείες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον τρόπο με τον οποίο δρουν τα παραδοσιακά αντιβιοτικά».
Η πειραματική θεραπεία λειτουργεί παρέχοντας στον ασθενή mRNA, το οποίο δίνει εντολή στο σώμα να παράγει μια ειδική πρωτεΐνη με διπλή δράση: διασπά άμεσα τα επιβλαβή βακτήρια και στρατολογεί ανοσοκύτταρα για την απομάκρυνσή τους.
Για την ασφαλή εισαγωγή του mRNA, οι ερευνητές το τοποθέτησαν σε λιπιδικά νανοσωματίδια – μικροσκοπικές φυσαλίδες με βάση το λίπος που χρησιμοποιούνται και στα εμβόλια mRNA. Αυτά προστατεύουν το mRNA κατά τη μεταφορά και διευκολύνουν την είσοδό του στα κύτταρα, ενώ περιέχουν και συστατικό που περιορίζει τη φλεγμονή.
Οι λοιμώξεις ανθεκτικές στα αντιβιοτικά αποτελούν αυξανόμενη παγκόσμια απειλή, με περισσότερους από 1,2 εκατομμύρια θανάτους ετησίως και σχεδόν πέντε εκατομμύρια θανάτους να σχετίζονται με αυτές. Στις ΗΠΑ καταγράφονται πάνω από τρία εκατομμύρια περιπτώσεις κάθε χρόνο, με έως και 48.000 θανάτους και τεράστιο οικονομικό κόστος για τα συστήματα υγείας. Η διαρκής αύξηση της αντοχής απειλεί συνήθεις ιατρικές πρακτικές, όπως χειρουργικές επεμβάσεις και θεραπείες καρκίνου.
Οι επιστήμονες σκοπεύουν να συνεχίσουν τις προκλινικές δοκιμές και στη συνέχεια να προχωρήσουν σε κλινικές μελέτες σε ανθρώπους, προκειμένου να αξιολογήσουν την ασφάλεια, τη δοσολογία και την αποτελεσματικότητα της νέας θεραπείας.