Νομική προσφυγή κατατέθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας από την ομάδα Digital Freedom Project, με στόχο να εμποδίσει την εφαρμογή του νέου νόμου που απαγορεύει τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε παιδιά κάτω των 16 ετών. Στην προσφυγή, που κατατέθηκε δύο εβδομάδες πριν τεθεί σε ισχύ η απαγόρευση, ενάγοντες εμφανίζονται δύο 15χρονα παιδιά, ο Νόα Τζόουνς και η Μέισι Νέιλαντ.
Ο νόμος προβλέπει ότι από τις 10 Δεκεμβρίου, λογαριασμοί ανηλίκων κάτω των 16 ετών σε πλατφόρμες όπως TikTok, YouTube, Snapchat, Instagram και Facebook θα τερματιστούν. Σύμφωνα με τα κυβερνητικά στοιχεία, στην Αυστραλία υπάρχουν περίπου 350.000 χρήστες του Instagram και 150.000 χρήστες του Facebook ηλικίας 13 έως 15 ετών.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οφείλουν να αποκλείσουν τους ανήλικους χρήστες, διαφορετικά κινδυνεύουν με πρόστιμα που αγγίζουν τα 28 εκατ. ευρώ (49,5 εκατ. δολάρια Αυστραλίας).
Όπως αναφέρει η Digital Freedom Project, ο αποκλεισμός των νέων από τις πλατφόρμες "κλέβει" την ελευθερία τους για πολιτική επικοινωνία, δικαίωμα που προστατεύεται από το αυστραλιανό Σύνταγμα. Η Μέισι Νέιλαντ τόνισε ότι ο νόμος εμποδίζει τους νέους να εκφράσουν τη γνώμη τους στο διαδίκτυο, χαρακτηρίζοντάς τον "υπερβολικό" και συγκρίνοντάς τον με το "1984" του Όργουελ.
Πρόεδρος της Digital Freedom Project είναι ο Τζον Ράντικ, μέλος του Libertarian Party στο κοινοβούλιο της Νέας Νότιας Ουαλίας.
Η υπουργός Επικοινωνίας, Ανίκα Γουέλς, απάντησε ότι η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Άντονι Αλμπανέζι δεν θα υποχωρήσει σε απειλές ή νομικές προσφυγές, δηλώνοντας πως "παραμένει σταθερά στο πλευρό των γονέων και όχι των πλατφορμών".
Σύμφωνα με αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης, το YouTube εξετάζει επίσης το ενδεχόμενο προσφυγής, υποστηρίζοντας ότι η απαγόρευση περιορίζει την πολιτική επικοινωνία. Η αυστραλιανή νομοθεσία, μία από τις πιο αυστηρές παγκοσμίως, παρακολουθείται στενά και από άλλες χώρες που εξετάζουν τη ρύθμιση της πρόσβασης των παιδιών στα κοινωνικά δίκτυα.
Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειονότητα των Αυστραλών στηρίζει τον νέο νόμο. Η κυβέρνηση αιτιολογεί την απόφαση, επισημαίνοντας ότι η υπερβολική έκθεση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βλάπτει τους νέους, ενισχύοντας την παραπληροφόρηση, τον εκφοβισμό και τη στρεβλή εικόνα σώματος.