Σημαντική μείωση καταγράφει η καλλιέργεια παπαρούνας του οπίου στο Αφγανιστάν, σύμφωνα με εκτίμηση του ΟΗΕ που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Η συνολική έκταση γης που χρησιμοποιείται για την παραγωγή της πρώτης ύλης της ηρωίνης παρουσίασε φέτος πτώση κατά 20%, συνεχίζοντας την καθοδική πορεία που ξεκίνησε το 2023 μετά την απαγόρευση της καλλιέργειας από τους Ταλιμπάν.
Όπως αναφέρει το Γραφείο του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC) στην ετήσια επισκόπησή του, η συγκομιδή οπίου μειώθηκε ακόμη ταχύτερα, με πτώση 32% και παραγωγή που εκτιμάται στους 296 τόνους. Το Αφγανιστάν, που επί χρόνια ήταν ο κορυφαίος παραγωγός οπίου παγκοσμίως, βλέπει πλέον τις καλλιεργούμενες εκτάσεις να περιορίζονται δραστικά.
Η φετινή μείωση κατά 20% ακολουθεί μια αντίστοιχη αύξηση 19% το 2024, ωστόσο οι διακυμάνσεις αυτές είναι μικρές σε σχέση με τη μαζική πτώση που καταγράφηκε το 2023, μετά την ανακοίνωση των Ταλιμπάν το 2022 για απαγόρευση της παραγωγής ναρκωτικών. Συγκεκριμένα, το UNODC εκτιμά ότι η συνολική έκταση καλλιέργειας το 2025 διαμορφώνεται σε 102.000 στρέμματα, έναντι 128.000 στρεμμάτων το 2024 και πολύ χαμηλότερα από τα προ της απαγόρευσης επίπεδα του 2022, όταν έφτανε τα 2.320.000 στρέμματα.
Παρά τη συρρίκνωση της παραγωγής, η τιμή του αποξηραμένου οπίου υποχώρησε κατά 27%, στα 570 δολάρια ανά κιλό. Σύμφωνα με το UNODC, αυτή η εξέλιξη "δείχνει μια στροφή στη δυναμική της αγοράς και μπορεί να επιφέρει αύξηση των προσπαθειών να καλλιεργηθεί παρανόμως όπιο σε άλλες χώρες". Τα στοιχεία για τις καλλιέργειες, τις τιμές και τις κατασχέσεις υποδηλώνουν θεμελιώδεις αλλαγές στις αγορές ναρκωτικών και στο λαθρεμπόριο στην περιοχή.
Την ίδια στιγμή, η παραγωγή συνθετικών ναρκωτικών, με έμφαση στη μεθαμφεταμίνη, συνεχίζει να αυξάνεται μετά την απαγόρευση του οπίου. Το UNODC σημειώνει ότι "καθώς η βασισμένη στη γεωργία παραγωγή οπιούχων μειώνεται, τα συνθετικά ναρκωτικά φαίνεται πως έχουν γίνει το νέο επιχειρηματικό μοντέλο του οργανωμένου εγκλήματος λόγω της σχετικά εύκολης παραγωγής τους, της μεγαλύτερης δυσκολίας στον εντοπισμό και της σχετικής ανθεκτικότητάς τους στις κλιματικές αλλαγές".