Ο εκλιπών Αιγύπτιος δισεκατομμυριούχος Μοχάμεντ αλ Φαγέντ είχε κακοποιήσει σεξουαλικά γυναίκες υπαλλήλους που εργάζονταν στο λονδρέζικο πολυκατάστημα Harrods, τις είχε αναγκάσει να υποβληθούν σε προληπτικούς ιατρικούς ελέγχους και τις είχε απειλήσει ότι θα υφίσταντο συνέπειες αν επιχειρούσαν να διαμαρτυρηθούν, όπως δήλωσαν σήμερα δικηγόροι των φερόμενων θυμάτων.
Μία γυναίκα που είχε εργαστεί για τον Φαγέντ στο κατάστημα πολυτελείας του Νάιτσμπριτζ τον αποκάλεσε «τέρας».
Τα Harrods ζήτησαν χθες, Πέμπτη, συγγνώμη, αφού τουλάχιστον 20 γυναίκες δήλωσαν στο BBC πως ο αλ Φαγέντ τις είχε κακοποιήσει σεξουαλικά και σε μερικές περιπτώσεις τις είχε βιάσει. Πέθανε πέρυσι σε ηλικία 94 ετών.
«Κάτω από τη λάμψη και την αίγλη των Harrods υπήρχε ένα τοξικό, επικίνδυνο και προσβλητικό περιβάλλον», δήλωσε η δικηγόρος Γκλόρια Όλρεντ σε συνέντευξη Τύπου.
Είπε πως οι κατηγορίες περιλαμβάνουν κατά συρροή βιασμούς, σεξουαλική βιαιοπραγία και σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων, που διήρκεσαν 25 χρόνια.
Ένας άλλος δικηγόρος, ο Ντιν Άρμοστρονγκ, δήλωσε πως οι δικηγόροι εκπροσωπούν 37 γυναίκες και πως ο αριθμός αυτός είναι πιθανό να αυξηθεί.
Η Νατάσα είναι μία από αυτές.
«Η νεκρολογία του πριν από ένα χρόνο μου προκάλεσε ένα πολύ ισχυρό συναίσθημα», δήλωσε στους δημοσιογράφους. «Δεν μπορούσα να πιστέψω πως αυτό το τέρας την είχε γλιτώσει».
Σύμφωνα με ένα ντοκιμαντέρ του BBC που μεταδόθηκε χθες, Πέμπτη, τα Harrods δεν παρενέβησαν και συνέβαλαν ώστε να συγκαλυφθούν οι κατηγορίες για κακοποίηση όσο ο αλ Φαγέντ ήταν ιδιοκτήτης από το 1985 έως το 2010.
Ο ίδιος αρνούταν πάντοτε τις κατηγορίες. Η δικηγόρος Μαρία Μούλα δήλωσε ότι όταν γυναίκες υπάλληλοι επιλέγονταν για θέσεις όπως αυτή της γραμματέως ή της προσωπικής βοηθού, έπρεπε να υποβληθούν σε ιατρικές εξετάσεις όπως τεστ Παπ και εξετάσεις ωοθηκών.
«Αν οι γυναίκες ρωτούσαν γιατί ήταν απαραίτητες οι εξετάσεις τους έλεγαν... [πώς] θέλει να είναι σίγουρος ότι είστε καθαρές», είπε η Μούλα.
Οι εργαζόμενες αντιμετώπιζαν απειλές αν τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν για την κακοποίηση, είπε.
Τα Harrods δήλωσαν τον «συγκλονισμό» τους από τις μαρτυρίες αυτές.
«Αυτές ήταν ενέργειες ενός ατόμου που ήταν αποφασισμένος να καταχραστεί την εξουσία του», ανέφεραν σε μια ανακοίνωση. «Αναγνωρίζουμε επίσης πως στη διάρκεια αυτής της περιόδου απογοητεύσαμε τις υπαλλήλους μας που έπεσαν θύματά του και γι΄αυτό ζητάμε ειλικρινά συγγνώμη».
Ο αλ Φαγέντ πούλησε τα Harrods στο επενδυτικό σχήμα της βασιλικής οικογένειας του Κατάρ με μια συμφωνία το ύψος της οποίας φέρεται να έφθασε το 1,5 δισ.στερλίνες το 2010.
Το πολυκατάστημα ανέφερε πως σήμερα είναι ένας «πολύ διαφορετικός οργανισμός».
Εκπρόσωπος του ξενοδοχείου Ritz στο Παρίσι, το οποίο ανήκε επίσης στον αλ Φαγέντ, ανέφερε ότι «καταδικάζει σθεναρά οποιοδήποτε είδος συμπεριφοράς δεν συνάδει με τις αξίες της επιχείρησης».
Το 2009, οι εισαγγελείς είχαν αποφασίσει να μην απαγγείλουν κατηγορίες σε βάρος του αλ Φαγέντ για σεξουαλική επίθεση σε μία 15χρονη στο κατάστημά του, λέγοντας πως δεν υπήρχε ρεαλιστική προοπτική καταδίκης.
«Αφότου νέες πληροφορίες ήρθαν στο φως το 2023 σχετικά με σεξουαλική κακοποίηση κατά το παρελθόν από τον αλ Φαγέντ, ήταν προτεραιότητά μας να διευθετήσουμε τις απαιτήσεις με τον ταχύτερο δυνατό τρόπο, αποφεύγοντας μακρές νομικές διαδικασίες για τις εμπλεκόμενες γυναίκες», ανέφεραν τα Harrods.
Η διαδικασία για όσες επιθυμούν να διεκδικήσουν αποζημίωση εξακολουθεί να είναι διαθέσιμη για οποιανδήποτε νυν ή πρώην υπάλληλο των Harrods.
Ο Άρμστρονγκ είπε πως τα Harrods γνώριζαν για τη συμπεριφορά του αλ Φαγέντ πριν από το 2023 και θα έπρεπε να το είχαν παραδεχθεί νωρίτερα.
Δικηγόροι δήλωσαν πως τα θύματα αξίζουν δικαιοσύνη και πως θα επιδιώξουν νομικές αγωγές κατά των Harrods λόγω της «συλλογικής εταιρικής ευθύνης» για ό,τι συνέβη.
«Ουσιαστική λογοδοσία σημαίνει να έχεις τη δική σου φωνή και τη δυνατότητα να πεις την ιστορία σου», είπε ο Άρμστρονγκ.