όμιλος κινηματογραφικών παραγωγών και μέσων ενημέρωσης Paramount Global ανακοίνωσε ταυτόχρονα με την παρουσίαση των αποτελεσμάτων χρήσης τριμήνου, τη μείωση κατά 15% του προσωπικού του στις ΗΠΑ, ενόψει της συγχώνευσης με την εταιρεία παραγωγών Skydance Media.
Αυτό μεταφράζεται στην απόλυση περίπου 2.000 υπαλλήλων, κατά εκτιμήσεις αμερικανικών ΜΜΕ.
«Είχαμε ανακοινώσει τον Ιούνιο πως εντοπίσαμε εξοικονομήσεις κόστους 500 εκατ. δολαρίων στην επιχείρηση», μέρος εξοικονομήσεων κόστους «δύο δισεκ. δολαρίων» που υποδείχθηκαν από τη Skydance. «Για να γίνουν αυτές οι εξοικονομήσεις, θα μειώσουμε το εργατικό δυναμικό μας κατά 15%», ανέφερε ηγετικό στέλεχος του ομίλου, ο Κρις Μακάρθι, κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης με αναλυτές.
Οι απολύσεις αφορούν θέσεις εργασίας που θα αλληλοεπικαλύπτονταν μετά τη συγχώνευση με τη Skydance, ιδίως στους τομείς «του μάρκετινγκ και της επικοινωνίας», καθώς επίσης και στις διοικητικές υπηρεσίες (λογιστικές, νομικές, τεχνολογικής υποστήριξης κ.λπ.).
Οι απολύσεις θα αρχίσουν «τις επόμενες εβδομάδες» και η διαδικασία αναμένεται να έχει αποπερατωθεί «ως το τέλος της χρονιάς», σύμφωνα με τον κ. Μακάρθι.
Οι Paramount Global και Skydance Media ανακοίνωσαν τη συγχώνευσή τους στις αρχές Ιουλίου, καθώς ο όμιλος, που συμπεριλαμβάνει τον κολοσσό του κινηματογράφου Paramount Pictures και τηλεοπτικά δίκτυα όπως το CBS, βρισκόταν για καιρό σε αναζήτηση εταίρου.
Η συγχώνευση σημαίνει πως η Paramount Global εξαγοράζεται από την Skydance και οι μέτοχοι της τελευταίας θα πάρουν τον έλεγχο της νέας οντότητας.
Πρόκειται για μεγάλο βήμα για τη Skydance, σχετικά άγνωστη στο ευρύ κοινό, αν και παρήγαγε ταινίες της σειράς Mission: Impossible και το Top Gun: Maverick, και δεν έχει χρέη, ούτε είναι εισηγμένη. Ιδρύθηκε το 2010 από τον Ντέιβιντ Έλισον, τον γιο του συνιδρυτή της Oracle Λάρι Έλισον.
Στα διακυβεύματα για το νέο σχήμα συγκαταλέγεται η αναδιοργάνωση της υπηρεσίας streaming (μετάδοσης βίντεο μέσω διαδικτύου) Paramount+. Η πλατφόρμα είχε πάνω από 71 εκατ. συνδρομητές στα τέλη Μαρτίου, αλλά ο όμιλος υπέστη ζημίες σχεδόν 3,5 δισεκ. δολαρίων εξαιτίας της τα δυο τελευταία χρόνια.