Το θέατρο δεν είναι μόνο ένα μέσο ψυχαγωγίας, αλλά είναι και ένα δημόσιο βήμα για να ακουστούν άνθρωποι που δεν εκπροσωπούνται σχεδόν καθόλου στη δημόσια σφαίρα. Το θέατρο ντοκιμαντέρ παρουσιάζει τις ιστορίες απλών συμπολιτών μας, όπως καθαρίστριες, άστεγοι ή Ρομά, όπου πρωταγωνιστές είναι οι ίδιοι, με στόχο να αναδείξει τους πολλαπλούς κοινωνικούς αποκλεισμούς που αντιμετωπίζουν κατηγορίες ανθρώπων και τις καθημερινές προσπάθειές τους να τις ξεπεράσουν.
Ο σκηνοθέτης, δραματουργός και ηθοποιός Πρόδρομος Τσινικόρης είναι ο πρωτεργάτης σε αυτό το είδος θεάτρου στην Ελλάδα και μιλά στο businessdaily.gr για τη θεατρική πορεία του, τους στόχους του, επισημαίνοντας ότι αυτές οι παραστάσεις είναι ένα στοίχημα για αυτόν, θέλοντας να προσφέρει σε κάποιους μια αλλαγή, να καταπολεμήσει στερεότυπα και να αναδείξει προβλήματα της ελληνικής παθογένειας.
- Ποια είναι θεατρική ιστορία σας;
Γεννήθηκα το 1981 στο Βούπερταλ από Έλληνες γονείς μετανάστες και μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη το 1999, όπου και αποφοίτησα από το Τμήμα Θεάτρου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου. Για 3 χρόνια ήμουν ηθοποιός της "Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης".
Τον Μάιο του 2008 είχα προσκληθεί στο Internationales Forum του Theatertreffen στο Βερολίνο. Το 2009 μετακόμισα στην Αθήνα, όπου συνεργάστηκα ως ηθοποιός με τον Ντίμιτερ Γκότσεφ (Πέρσες, Εθνικό Θέατρο) και ως βοηθός σκηνοθέτη και ερευνητής με τους Rimini Protokoll (Προμηθέας στην Αθήνα).
Μαζί με τον σκηνοθέτη Ανέστη Αζά, έχουμε γράψει και σκηνοθετήσει τις εξής παραστάσεις που ανήκουν στο είδος του θεατρικού ντοκιμαντέρ: ‘Ταξίδι με τρένο’ (Φεστιβάλ Αθηνών, 2011), ‘Επίδαυρος - ένα ντοκιμαντέρ’ (Φεστιβάλ Αθηνών, 2012), ‘Τηλέμαχος: Should I stay or should I go?’ (Ballhaus Naunynstraße, Βερολίνο και Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Αθήνα, 2013), ‘Utopia in progress’ (Θέατρο Νέων της Κωνσταντίας, Γερμανία και Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 2014), ‘Geblieben um zu gehen’ (Μαξίμ Γκόρκι Θέατρο του Βερολίνου, 2015) και ‘Καθαρή Πόλη’ (Στέγη Ιδρύματος Ωνάση και Muenchner Kammerspiele, 2016).
Για το Φεστιβάλ Αθηνών σκηνοθέτησα το 2015 ένα audio walk στο κέντρο της Αθήνας με πρωταγωνιστές άστεγους συμπολίτες μας, με τον τίτλο ‘Στη μέση του δρόμου.
Τον Μάιο του 2015 ήμουν μέλος της δραματουργικής ομάδας και υπεύθυνος έρευνας για το X APARTMENTS (σύλληψη: Matthias Lilienthal), που πραγματοποιήθηκε σε διαμερίσματα Αθηναίων πολιτών σε παραγωγή της Στέγης. Ως δραματουργός συνεργάστηκα επίσης με την Lola Arias, τους Ana Vujanović και Saša Asentić, τον Dries Verhoeven, τον Paul Preciado στο πλαίσιο των ‘Exercises of freedom’ για την Documenta 14 στην Αθήνα και τους ‘influx artist collective’ (Κορίνα Βασιλειάδου και Χάρη Πεχλιβανίδη) στις παραστάσεις ‘Ορυχείο Ίψεν: ένας εχθρός του λαού συναντάει το λαό’ και ‘Πεδίο βολής (Αγριόπαπιες)’.
Από το 2015 ως το 2019, μαζί με τον συνεργάτη μου Ανέστη Αζά, ήμασταν υπεύθυνοι της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου στην Αθήνα.
- Τι ακριβώς είναι το θέατρο ντοκιμαντέρ;
Το θέατρο-ντοκουμέντο, που κάποιοι θεωρούν ως μια μετεξέλιξη του ιστορικού δράματος, ξεκίνησε στη Γερμανία από τον Έρβιν Πισκάτορ. Με αφορμή τον εορτασμό των δέκα χρόνων από την ίδρυση του ΚΚΓ (1925), ο Πισκάτορ ανεβάζει στη σκηνή ένα θεατρικό έργο που συντίθεται αποκλειστικά από οπτικά και γραπτά ντοκουμέντα της εποχής. Κατόπιν, το θέατρο-ντοκουμέντο μεταφέρθηκε στην Αμερική -με ενδεικτικό παράδειγμα τη «Ζωντανή Εφημερίδα» της Χ. Φλάναγκαν (1935)- αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όμως κατά καιρούς διώκεται ή απαγορεύεται, γιατί θεωρείται επικίνδυνο.
Το θέατρο ντοκουμέντο αντλεί το υλικό του, τους ‘μύθους’ από ντοκουμέντα και πραγματικά γεγονότα, με απώτερο στόχο την αφύπνιση των πολιτών. Το σύγχρονο δράμα-ντοκουμέντο ασχολείται με πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα, αλλά τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας είναι ρευστά. Η μουσική και το οπτικό υλικό παραμένουν βασικά στοιχεία, όπως και η χρήση μη επαγγελματιών, στην πλειοψηφία τους, ηθοποιών, οι οποίοι τις περισσότερες φορές με κάποιον τρόπο συνδέονται με το γεγονός.
Το νέο κύμα του θεάτρου ντοκουμέντου ονομάζεται θέατρο ντοκιμαντέρ και ξεκίνησε από τη Γερμανία και πάλι, με την εξής καινοτομία: δεν παίζουν ηθοποιοί, αλλά πολίτες. Η ομάδα «Rimini Protokoll» ήταν η πρώτη που έφερε στη σκηνή απλούς πολίτες να μιλήσουν για το θέμα που έχει επιλέξει κι έχει απασχολήσει ή απασχολεί τα άτομα αυτά. Βασικό εργαλείο δουλειάς των καλλιτεχνών που ασχολούνται με αυτό το είδος είναι η έρευνα.
Η πρόταση είναι να μην ανεβαίνουν στη σκηνή μόνο ηθοποιοί για να αναπαραστήσουν ιστορίες άλλων, αλλά απλοί πολίτες, απλοί άνθρωποι να μεταφέρουν, να αφηγούνται τη δική τους ζωή και τον κοινωνικό τους ρόλο. Αυτοί γίνονται οι πρωταγωνιστές, γίνονται οι ειδικοί της αναπαράστασης της καθημερινότητας και μέσα σε ένα καλλιτεχνικό πλαίσιο της πορείας τους. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει δράση, δεν υπάρχουν κοστούμια, σκηνικά, φωτισμοί, ακριβώς όπως και σε μια συμβατική παράσταση. Στη συνθήκη του θεάτρου ντοκιμαντέρ δεν υπάρχει κάποιος να υποδύεται κάτι μυθοπλαστικό ή φανταστικό.
- Η τελευταία παράσταση που ανεβάσατε μαζί με τον Ανέστη Αζά σε αυτό το είδος αφορούσε τη ζωή των Ελλήνων Ρομά και είναι το «Romaland - Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και δεν ήταν» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Πώς εμπνευστήκατε για αυτό το έργο;
Πάντα προσπαθούμε να υπηρετήσουμε ένα θέατρο που συνδιαλέγεται με το παρόν. Και στη συγκεκριμένη παράσταση ακολουθήσαμε το μοντέλο της ‘Καθαρής Πόλης’, με την έννοια ότι η θεατρική σκηνή, δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως ένα μέσο ψυχαγωγίας, αλλά και ως δημόσιο βήμα για να ακουστούν άνθρωποι που δεν εκπροσωπούνται σχεδόν καθόλου στη δημόσια σφαίρα ή δεν εμφανίζονται στην ‘πολλή πραγματικότητα’. Υπό αυτή την έννοια ερχόμαστε σε σύγκρουση με μια κατασκευασμένη πραγματικότητα και τη συμπληρώνουμε με άλλες αφηγήσεις, φιλοδοξώντας με τις παρεμβάσεις ενάντια στην αδικία και στους αποκλεισμούς να δημιουργήσουμε ένα νέο αφήγημα.
Επτά χρόνια μετά την ‘Καθαρή Πόλη’, την πιο πολυταξιδεμένη θεατρική παραγωγή της Στέγης, με πρωταγωνίστριες μετανάστριες καθαρίστριες στην Ελλάδα (έχει παρουσιαστεί σε 20 χώρες, σε 42 πόλεις και Ευρώπη και εκτός, όπως Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στο Ντουμπάι), προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε τη ζωή των Ελλήνων Ρομά, ανατρέχοντας σε γεγονότα, παίζοντας με τα στερεότυπα και αποφεύγοντας τη ρομαντικοποίηση.
Μετά από πολύμηνη έρευνα, από το Ζεφύρι και τον Ασπρόπυργο μέχρι τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα και τις Σέρρες, η παράσταση Romaland είχε ως στόχο να αφηγηθεί ένα ανεστραμμένο ταξίδι στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας μέσα από την οπτική γωνία των Ρομά.
Ακολουθώντας την παράδοση του είδους του θεάτρου ντοκιμαντέρ, η παράσταση διαμορφώθηκε με τη συμμετοχή Ρομά πρωταγωνιστών, που αφηγήθηκαν ζωντανά τις πραγματικές τους ιστορίες, είχε ως στόχο να αναδείξει τους πολλαπλούς κοινωνικούς αποκλεισμούς που αντιμετωπίζουν και τις καθημερινές προσπάθειές τους να τους ξεπεράσουν. Ρομά που έχουν ζήσει σε καταυλισμούς, που όταν μεγάλωσαν αποφάσισαν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, που αγνοούσαν την καταγωγή τους για χρόνια, που άλλαξαν την πορεία που είχε προαποφασίσει η κοινωνία για αυτούς ανέβηκαν στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης και μίλησαν για όσα πρέπει επιτέλους να ακούσουμε. Γιατί όπως χαρακτηριστικά είπε ένας πρωταγωνιστής του έργου ‘Πώς καταλαβαίνεις πως κάποιος είναι Ρομά;’
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η κοινότητα των Ελλήνων Ρομά χρονολογείται από τον 15ο αιώνα. Είναι μία από τις παλαιότερες της Ευρώπης. Γλωσσολογικές μελέτες αποδεικνύουν, με βάση το πλήθος ελληνικών λέξεων στη Ρουμάνι γλώσσα, την ιστορική σχέση με το Βυζάντιο και τον ελλαδικό χώρο. Κι όμως, μέχρι την πτώση της δικτατορίας στη χώρα, οι Έλληνες Ρομά ζούσαν σε καθεστώς ιθαγένειας. Παρά την πολιτογράφησή τους, το 1979, και τα βήματα που έχουν γίνει από τότε, πολλοί από αυτούς εξακολουθούν να ζουν εκτεθειμένοι σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και πολλαπλής ευαλωτότητας, σε γκετοποιημένες περιοχές ή καταυλισμούς, κουβαλώντας το στίγμα του επικίνδυνου ‘Άλλου / Ξένου’, καταδικασμένοι διαχρονικά σε μια ενδιάμεση κατάσταση, σε ένα διαρκές «είναι και δεν είναι», όπως λέει και η φράση με την οποία είθισται να ξεκινούν τα τσιγγάνικα παραμύθια.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, την κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ απασχόλησαν οι δολοφονίες δύο νεαρών Ρομά στο πλαίσιο καταδίωξής τους από την αστυνομία, του Νίκου Σαμπάνη στην Αθήνα και του Κώστα Φραγκούλη στη Θεσσαλονίκη. Οι δύο υποθέσεις πρόκειται σύντομα να εκδικαστούν από την ελληνική δικαιοσύνη και αποτελούν εμβληματικά γεγονότα με θύματα τσιγγάνους, που όμως δεν είναι τα μόνα. Από το εργατικό ατύχημα στη γέφυρα που κατέρρευσε στην Πάτρα μέχρι την οκτάχρονη Όλγα στο Κερατσίνι, που εγκλωβίστηκε από μια πόρτα εργοστασίου και πέθανε αβοήθητη, τερατώδη περιστατικά βίας και αδιαφορίας φανερώνουν ότι οι ζωές των Ρομά στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται συχνά ως ‘ζωές ανάξιες να βιωθούν’.
Παράλληλα, όμως, και σε πλήρη αντίφαση με τα πραγματικά περιστατικά ρατσιστικής βίας, η λαϊκή φαντασία αρέσκεται να βλέπει τους τσιγγάνους ως ανέμελους διασκεδαστές, παιδιά της φύσης που ζουν έξω από νόρμες και κανόνες. Ωστόσο, υπάρχει τόσο χαώδης διαφορά ανάμεσα στους Ρομά και τους ‘μπαλαμούς’; Ειδικά αν κοιτάξουμε μερικές γενιές πίσω, θα βρούμε πολλούς και πολλές, γιαγιάδες και παππούδες μας, που δεν τελείωσαν καν το δημοτικό, που τους πάντρεψαν ενάντια στη θέλησή τους, που ακολούθησαν το επάγγελμα του πατέρα τους θυσιάζοντας τις δικές τους επιθυμίες, μέχρι και που έζησαν ως περιπλανώμενοι νομάδες στηρίζοντας την επιβίωσή τους στη διαρκή μετακίνηση. Γιατί λοιπόν η ζωή των Ρομά μας φαίνεται τόσο μακρινή;
Σημειώνεται ότι η έρευνα για την παράσταση πραγματοποιήθηκε με την αρωγή της ΜΚΟ ‘Κλίμακα’ και της ‘Ελλάν Πασσέ’ και την υποστήριξη από το πρόγραμμα ‘Εξωστρέφεια’ της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
- Ποια είναι η αντίδραση του κοινού στο θέατρο ντοκιμαντέρ;
Στην τελευταία παράσταση, τη Romaland παρατηρήσαμε ότι μέρα με τη μέρα είχαμε περισσότερο κόσμο στο κοινό. Ήταν μια παράσταση που αρχικά μπορεί να μην σε έψηνε να τη δεις, γιατί μπορεί κάποιοι να σκέφτηκαν: ‘Γιατί να δω αυτή την παράσταση που παίζουν Ρομά, που δεν ξέρω κανένα ηθοποιό;’. Υπάρχει μεγάλος αντιτσιγγανισμός στην Ελλάδα. Ο κόσμος όμως στη συνέχεια την αγκάλιασε και πιστεύουμε ότι κάπως μετατοπίστηκε σχετικά με τους Ρομά. Βγαίνοντας από το θέατρο, ελπίζουμε ότι κάποιοι θεατές βλέποντας Ρομά μπορεί να σκέφτονται πλέον θετικά και να έπεσαν κάποιες προκαταλήψεις. Δεν μπορώ να μιλήσω για το όφελος των Ρομά μετά την παράσταση γιατί δεν είμαστε κάποια οργάνωση, ούτε ανήκω σε ένωση διαμεσολαβητών, εμείς θέατρο κάνουμε.
Πιστεύω ότι παρουσιάζοντας αυτό το είδος θεάτρου, μετατοπίζονται όλοι, αλλάζουμε όλοι προς το καλύτερο. Δεν είμαι και εγώ ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν πριν από δέκα μήνες. Οι Ρομά πρωταγωνιστές άλλαξαν. Απέκτησαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, άνοιξε ο κοινωνικός τους κύκλος, προσδοκούν κάτι διαφορετικό, έχουν αποκτήσει μια εμπειρία στον δημόσιο λόγο, απέκτησαν μια δημόσια φωνή. Δεν ήταν μια απλή παράσταση, ήταν ένα βίωμα που προκαλεί μια μετατόπιση. Θέλω να ελπίζω ότι έπεσαν κάποιες προκαταλήψεις και αυτός ήταν ο στόχος μας.
- Σχεδιάζετε και άλλες παραστάσεις σε αυτό το είδος θεάτρου;
Μελλοντικά, θα κάνω και άλλες παραστάσεις ντοκιμαντέρ. Δεν ξέρω με τι θέμα θα ασχοληθώ. Προσπαθούμε να μιλήσουμε για τη χώρα μας και την παθογένειά της, να μας διηγηθούν ιστορίες για συγκεκριμένα προβλήματα άνθρωποι που βιώνουν κάποιες καταστάσεις. Αυτές οι παραστάσεις είναι αποφάσεις ζωής γιατί ασχολείσαι 8 με 10 μήνες. Βασικό κριτήριο είναι να βρούμε ένα θέμα που θα μας απασχολήσει. Τώρα ετοιμάζω μια παράσταση για το Εθνικό Θέατρο της Θεσσαλονίκης που έχει να κάνει με την εβραϊκή ιστορία της πόλης. Η πρεμιέρα θα γίνει τον Μάρτιο του 2024. Μπορεί και να είναι θέατρο ντοκιμαντέρ, αλλά δεν έχω καταλήξει.
Πάντως, δεν ασχολούμαι μόνο με θέατρο ντοκιμαντέρ, αλλά με ελκύει ιδιαίτερα αυτό το είδος, διότι κάνω έρευνα, συναντώ ανθρώπους που δεν θα συναντούσα με άλλον τρόπο. Μου αρέσει η ομαδική εργασία, η φιλοπεριέργια, η φιλομάθεια.
- Υπάρχουν και άλλοι σκηνοθέτες που ασχολούνται με το θέατρο ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα;
Ναι, βέβαια υπάρχουν, όπως η Γιολάντα Μαρκοπούλου, ο Παντελής Πλατσούσης, δεν είναι όμως πολλά άτομα. Αυτό το είδος από τις αρχές του 2000 έχει ανάπτυξη παγκοσμίως, απλά αλλάζει μορφή, συνδυάζεται και με ηθοποιούς, εξελίσσεται, όπως και το ίδιο το θέατρο. Στην Ελλάδα υπάρχει ενδιαφέρον από το κοινό. Ίσως τα τελευταία χρόνια όχι τόσο. Το ντοκιμαντέρ άρχισε να γίνεται γνωστό στην Ελλάδα το 2015. Η έντονη παρουσίαση της πραγματικότητας μέσω της τηλεόρασης κάπως έπαψε την ανταπόκριση του κοινού. Μπορεί όμως να μετεξελιχθεί σε κάτι καινούργιο.
- Τι θέλετε να προσφέρετε με αυτές τις παραστάσεις;
Αν μετατοπίζεται ο θεατής, μετατοπίζεται και η κοινωνία. Η φράση του Άμλετ που λέει ότι «η τέχνη δεν είναι για τους πολλούς, ούτε για τους λίγους, είναι για τον καθένα ξεχωριστά», έτσι και η αλλαγή είναι για τον καθένα ξεχωριστά. Μπορώ να σας πω ότι και στο ντοκιμαντέρ, ο καθένας μόνος του φεύγοντας από το θέατρο μπορεί να συνειδητοποιήσει αν θα δει τον κόσμο διαφορετικά. Οπότε αυτές οι παραστάσεις είναι ένα στοίχημα για εμένα, αν θα προσφέρουν σε κάποιους μια αλλαγή.