Μέσα στη δίνη της ενεργειακής κρίσης, του ασυγκράτητου πληθωρισμού και της επερχόμενης ύφεσης, ξεχάσαμε τις ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο. Κι όμως, οι εκλογές αυτές είναι κρίσιμες όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά και για τη Δύση γενικότερα. Γιατί, αν χαθεί ο έλεγχος της Βουλής και ιδιαίτερα της Γερουσίας, ο Μπάιντεν θα είναι «όμηρος» των ρεπουμπλικάνων και οι αποφάσεις του θα εγκρίνονται μόνο αν έχουν τη συναίνεση τους. Σε μιά τέτοια περίπτωση, είναι προφανές ότι δεν θα υλοποιηθούν σε όλη τους την έκταση οι σημαντικές κοινωνικές, οικονομικές περιβαλλοντικές κλπ μεταρρυθμίσεις του προγράμματος του, που χρηματοδοτούνται κατά βάση από την αύξηση της φορολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων (στην οποία αντιτίθεται το ρεπουμπλικανικό κόμμα).
Επίσης, θα περιορισθεί η ευχέρεια στήριξης (με πρωτοβουλίες και υλικά μέσα) της προσπάθειας διασφάλισης κρίσιμων γεωπολτικών ισορροπιών, όπως π.χ. η απόκρουση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η αποδυνάμωση της ρωσικής οικονομίας (και κατ επέκταση του ρωσικού κινδύνου), ο περιορισμός της πρόσβασης της πολεμικής βιομηχανίας της Κίνας σε δυτική τεχνολογία κλπ.
Στο κρίσιμο ερώτημα,για το αν είναι πιθανό να χαθεί η οριακή πλειοψηφία που διαθέτουν σήμερα οι δημοκρατικοί στη Βουλή και τη Γερουσία, η απάντηση είναι καταφατική, για μια σειρά από λόγους.
Πρώτα απ' όλα, η τρέχουσα πολυδιάστατη κρίση, έχει δημιουργήσει ένα κύμα δυσφορίας στο εκλογικό σώμα, κυρίως λόγω του απρόσμενου και υπερβολικά υψηλού πληθωρισμού που μείωσε την αγοραστική δύναμη των πολιτών και δρομολόγησε τις μεγάλες αυξήσεις των επιτοκίων και την επερχόμενη οικονομική ύφεση. Οι εξελίξεις αυτές, παρά το γεγονός ότι οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες και αποτελούν το συνδυαστικό αποτέλεσμα της διατάραξης της εφοδιαστικής αλυσίδας (λόγω covid) και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αξιοποιούνται κατάλληλα από τους λαϊκιστές του Τραμπ για να πεισθούν οι πολίτες ότι οφείλονται αποκλειστικά σε κυβερνητική ανεπάρκεια.
Κοντά σε αυτά θα πρέπει να λογαριάσουμε τη φυσιολογική «φθορά των κυβερνώντων» και τις εσωκομματικές διενέξεις, που έχουν οδηγήσει σε μια de facto διαίρεση του κόμματος σε μετριοπαθείς και προοδευτικούς, ειδικά στη Γερουσία.
Ας δούμε όμως τα δεδομένα αυτών των εκλογών, για να καταλάβουμε καλύτερα τους λόγους για τους οποίους είναι κρίσιμος ο έλεγχος του Κογκρέσου, το οποίο αποτελείται από τη Γερουσία και τη Βουλή.
Στις εκλογές του Νοεμβρίου οι πολίτες των ΗΠΑ θα ψηφίσουν για να εκλέξουν το σύνολο (435) των βουλευτών, 35 από τους 100 γερουσιαστές και 36 από τους 50 κυβερνήτες πολιτειών. Αν χάσει την πλειοψηφία στο Κογκρέσο, η Κυβέρνηση δεν θα μπορεί να νομοθετήσει (οι νόμοι εγκρίνονται από τη Βουλή και τη Γερουσία), ούτε να συντάξει τον Προϋπολογισμό σύμφωνα με το πρόγραμμα της (εγκρίνεται από τη Βουλή). Επίσης, ο Πρόεδρος δεν θα μπορεί να πάρει τις αποφάσεις που κρίνει ως επιβεβλημένες, γιατί η Γερουσία που είναι αρμόδια να τις επικυρώσει, θα ελέγχεται από το αντίπαλο κόμμα.
Στο πλαίσιο αυτής της κατάστασης, για να επιτευχθεί η αναγκαία συναίνεση, θα πρέπει να μετατοπισθούν οι θέσεις των δημοκρατικών σε θέματα εξωτερικής, οικονομικής κοινωνικής κλπ πολιτικής προς εκείνες των ρεπουμπλικάνων, κάτι που θα τους απομακρύνει από τις προεκλογικές δεσμεύσεις τους και θα τους οδηγήσει σε συντηριτικότερες επιλογές. Ο τρόπος αυτός διακυβέρνησης, πέραν του ότι θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στη δημοκρατία, θα οδηγεί σε μια διαρκή πριμοδότιση των ρεπουμπλικάνων μέχρι την εκλογική αναμέτρηση του 2024, στην οποία θα «κατέβουν» πιθανότατα με υποψήφιο πρόεδρο τον Τραμπ.
Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Γιατί, αν εκλεγεί ο Τραμπ, θα αναβιώσουν οι κίνδυνοι για το δημοκρατικό πολίτευμα των ΗΠΑ, το οποίο δοκιμάστηκε από τον ίδιο με την επιδρομή στο Καπιτώλιο αλλά και με τη διαρκή άρνηση του να αναγνωρίσει ένα πέρα για πέρα έγκυρο εκλογικό αποτέλεσμα.
Ας μην ξεχνάμε ότι σε ενδεχόμενη νέα θητεία του, ο Τραμπ θα πλαισιώνεται από πολλούς φανατικούς λαϊκιστές-πολιτικούς που τον στηρίζουν σήμερα στην αντιδημοκρατική συμπεριφορά που δείχνει (και) μετά την αποχώρηση του από τον Λευκό Οίκο. Αρκετοί από αυτούς διεκδικούν, στις εκλογές του Νοεμβρίου, κρίσιμες θέσεις κυβερνητών κλπ ώστε να μπορούν να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα του 2024 (ή να εμποδίσουν τη νομιμοποίηση του αν δεν τους εξυπηρετεί) σε διάφορες πολιτείες. Αυτοί και πολλοί άλλοι αποτελούν έναν άτυπο στρατό φανατικών, που θα αγωνισθούν στο πλευρό του Τράμπ για να τον στηρίξουν σε ακόμη μία «θητεία της ντροπής» αν ξαναγίνει πρόεδρος και να τον ακολουθήσουν στην οποιαδήποτε (μικρή ή μεγάλη) εκτροπή που ενδεχόμενα θα αποφασίσει.
Για όλα αυτά, η αγωνία των φίλων της δημοκρατίας είναι μεγάλη. Μεγάλη είναι όμως και η αγωνία των εχθρών της εντός και εκτός ΗΠΑ, οι οποίοι ελπίζουν ότι από τις 8 Νοεμβρίου θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την επάνοδο στις παλιές καλές «ημέρες Τράμπ». Του Τραμπ που δήλωνε θαυμαστής του Πούτιν και φίλος του Ερντογάν, ίσως γιατί ασκούν το είδος της εξουσίας που τον εκφράζει απόλυτα.
*Ο κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής.