Ένας σημαντικός παράγοντας ενίσχυσης της ανάπτυξης καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας από τις επιχειρήσεις είναι η διασύνδεσή τους με τα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Ιδρύματα με σκοπό τη μεταφορά γνώσης σε αυτές και τη διερεύνηση νέων επιχειρηματικών ευκαιριών.
Όμως, η χώρα μας σημειώνει αρκετά χαμηλή επίδοση σε αυτόν τον τομέα βάσει της θέσης της σε διεθνείς σχετικές κατατάξεις. Για παράδειγμα, κατάσσεται 119η ανάμεσα σε 131 χώρες αναφορικά με τον δείκτη συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων και πανεπιστημίων για Ε&Α στην έκθεση Global Innovation Index 2020, και 123η ανάμεσα σε 138 χώρες στον ίδιο δείκτη όσον αφορά την έκθεση Global Competitiveness Report του World Economic Forum για το 2019.
Η ενδυνάμωση των συνεργατικών δεσμών μεταξύ του παραγωγικού και ερευνητικού ιστού της χώρας έχει αυξημένη σημασία, αν λάβουμε υπόψη ότι οι ελληνικοί ερευνητικοί φορείς αποτελούν ένα από τα ισχυρότερα σημεία του εγχώριου συστήματος καινοτομίας. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται στην ισχυρή και διαχρονικά σταθερή συμμετοχή τους στα ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα της ΕΕ (από το 1984 έως σήμερα), σύμφωνα με έρευνα του Εργαστήριου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΒΕΟ/ΕΜΠ) στο πλαίσιο ερευνητικού έργου που χρηματοδοτείται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) και έχει τίτλο «NETonKIE: Η συμμετοχή της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά ερευνητικά δίκτυα και η επίδραση της στην παραγωγή καινοτομίας και στην επιχειρηματικότητα εντάσεως γνώσης».
Ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα της συγκεκριμένης έρευνας είναι ότι επτά ελληνικά Πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα κατατάσσονται ανάμεσα στους κορυφαίους 100 ευρωπαϊκούς οργανισμούς με βάση την κεντρικότητα στα ερευνητικά δίκτυα που σχηματίζονται μέσω των προγραμμάτων αυτών, τις συνολικές συμμετοχές τους σε ερευνητικά έργα και τις συμμετοχές τους ως συντονιστές των έργων, όσον αφορά το σύνολο των προγραμμάτων (από το 1ο Πρόγραμμα-Πλαίσιο έως το Horizon 2020). Αναλυτικότερα, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) βρίσκεται στην 7η πιο κεντρική θέση, και ακολουθούν το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [ΑΠΘ] (23η), το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας [ΙΤΕ] (29η), το Πανεπιστήμιο Πατρών (36η), το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» (57η), το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης [ΕΚΕΤΑ] (61η) και το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών [ΕΚΠΑ] (88η) . Οι επιδόσεις αυτές είναι εξαιρετικής σημασίας και αποτελούν ένα άτυπο πιστοποιητικό ποιότητας της ερευνητικής δραστηριότητας των συγκεκριμένων ιδρυμάτων.
Οι φορείς αυτοί – καθώς και άλλα σημαντικά Πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της χώρας – οι οποίοι χαρακτηρίζονται από έντονη ερευνητική συνεργασία με σημαντικούς φορείς γνώσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο (καταξιωμένα ακαδημαϊκά/ερευνητικά ιδρύματα αλλά και επιχειρήσεις) θα μπορούσαν να δράσουν ως φορείς-γέφυρες ώστε να μεταφερθεί τεχνογνωσία στις ελληνικές επιχειρήσεις και γενικότερα να διευκολύνουν την ανάπτυξη και τη διάδοση της καινοτομίας σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτό, διερευνήθηκε και η ένταση συνεργασίας μεταξύ των προαναφερόμενων επτά οργανισμών και των ελληνικών επιχειρήσεων μέσα στα ίδια τα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα. Από την ανάλυση προέκυψε ότι το ποσοστό των έργων στα οποία έχει λάβει μέρος τουλάχιστον μία ελληνική επιχείρηση επί του συνόλου των ευρωπαϊκών ερευνητικών έργων στα οποία έχει συμμετάσχει κάθε ένας από τους συγκεκριμένους οργανισμούς κυμαίνεται από 23.6% (στην περίπτωση του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας) έως 36.7% και 36.8% (στην περίπτωση του ΕΜΠ και του Πανεπιστημίου Πατρών αντίστοιχα) [Διάγραμμα 1]. Από τα έργα στα οποία υπάρχει συμμετοχή ελληνικής επιχείρησης, η πλειονότητα αυτών αφορά μία επιχείρηση (περίπου το 70%) αλλά υπάρχουν και έργα στα οποία συμμετέχουν 2 ελληνικές επιχειρήσεις (περίπου το 20%) ή και παραπάνω (περίπου το 10%). Τα παραπάνω στοιχεία, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο ενδιαφέρον συμπέρασμα ότι τα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα φαίνεται να λειτουργούν - τουλάχιστον σε έναν βαθμό - ως καταλύτης για την ενίσχυση της δικτύωσης και ερευνητικής συνεργασίας ελληνικών ερευνητικών φορέων και επιχειρήσεων.
Ωστόσο, απαιτείται μια καλά δομημένη εθνική στρατηγική που θα έχει ως στόχο αφενός την ενίσχυση της συμμετοχής των επιχειρήσεων στα προγράμματα αυτά, και αφετέρου την αύξηση του αντίκτυπου των προγραμμάτων αυτών στην οικονομία και την κοινωνία. Ιδιαίτερα κρίσιμη προς την κατεύθυνση αυτή είναι η δημιουργία και περαιτέρω ενδυνάμωση κατάλληλων θεσμών και μηχανισμών όπως:
- Ανάπτυξη Γραφείων αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων και τεχνικών ιδεών, Μεταφοράς Τεχνολογίας και υποστήριξης της επιχειρηματικότητας εντάσεως γνώσης ανά πανεπιστήμιο και ερευνητικό κέντρο ή συγκρότηση τέτοιων γραφείων μέσω στοχευμένων συνεργασιών ανάμεσα σε διαφορετικά πανεπιστήμια / ερευνητικά κέντρα.
- Συγκρότηση κοινού Βήματος/Φόρουμ για την ανάπτυξη συνεργασιών σε συγκεκριμένες θεματικές περιοχές, στο πλαίσιο του οποίου θα αναδειχθούν οι ανάγκες και τα προβλήματα της βιομηχανίας και θα παρουσιασθούν οι δυνατότητες του κόσμου της έρευνας με σκοπό την ενίσχυση της αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων από τον παραγωγικό τομέα.
- Eνδυνάμωση του θεσμού των βιομηχανικών διδακτορικών διατριβών.
- Δημιουργία Κόμβων Καινοτομίας (Innovation Hubs) ή/και Κέντρων Καινοτόμου Επιχειρηματικής Δραστηριότητας σε μεγάλες πόλεις της χώρας με τη συμμετοχή Πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων, καθιερωμένων αλλά και δυναμικών μικρομεσαίων και νεοφυών επιχειρήσεων και άλλων φορέων καθώς και πάσης φύσεως επενδυτών.
Οι παραπάνω δράσεις, όμως, ενδείκνυται να συνοδευτούν από μια ξεκάθαρη εθνική ερευνητική ατζέντα η οποία να επικεντρώνεται σε συγκεκριμένες αποστολές έρευνας και καινοτομίας (mission-oriented policies) ούτως ώστε η ενίσχυση της καινοτομικής δραστηριότητας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων να συμβαδίζει με την αντιμετώπιση σημαντικών κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων-προκλήσεων της χώρας.
* Αιμιλία Πρωτόγερου, Ερευνήτρια, Εργαστήριο Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας ΕΜΠ.
Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Εργαστήριο Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας ΕΜΠ