Η πηγή μας σήμερα έρχεται από το χώρο του Πολυτεχνείου Caltech στην Καλιφόρνια και ιδιαίτερο ενδιαφέρον προσθέτει η ελληνική καταγωγή του πρωταγωνιστή - ερευνητή που κλήθηκε να δώσει εξήγηση στα πραγματικά αίτια ενός από τα πιο φημισμένα δυστυχήματα της αεροπλοΐας.
Πρόκειται για το συνταρακτικό και πολύνεκρο δυστύχημα που συνέβη στις 6 Μαΐου 1937 όταν το αερόπλοιο Hindenburg, αφού διέσχισε σε τρεις μέρες τον Ατλαντικό και μόλις είχε φθάσει γεμάτο με επιβάτες από τη Φρανκφούρτη πάνω από το New Jersey, έπιασε φωτιά και καταστράφηκε τέσσερα λεπτά αφού ακούμπησαν το έδαφος τα σχοινιά που έριξε για την προσγείωσή του. Το επεισόδιο, που είχε μεταδοθεί ζωντανά από το ραδιόφωνο, φωτογραφήθηκε και κινηματογραφήθηκε, δημιούργησε τόσο αρνητική εντύπωση για την ασφάλεια του υδρογόνου ως ανυψωτικού αερίου, ώστε διακόπηκε για πάντα η χρήση των αερόπλοιων Zeppelin.
Το συμβάν θεωρείται μια από τις τέσσερις πιο εμβληματικές τραγωδίες του 20ου αιώνα, μαζί με τη βύθιση του Τιτανικού, την έκρηξη του διαστημοπλοίου Challenger και την κατάρρευση του πυρηνικού αντιδραστήρα στο Τσερνομπίλ.
Τα ακριβή αίτια της καταστροφής δεν είχαν ποτέ διαγνωστεί. Το κρίσιμο ερώτημα ήταν πάντοτε το πώς ξεκίνησε η φωτιά και ανάμεσα στα διάφορα πιθανά σενάρια που είχαν συζητηθεί, ως περισσότερο ρεαλιστική αιτία θεωρείτο μια σπινθηροβόλος ηλεκτροστατική εκκένωση. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, όταν το Hindenburg μπήκε στη θυελλώδη ατμόσφαιρα του New Jersey, ένα στατικό φορτίο δημιουργήθηκε στην εξωτερική του επιφάνεια και όταν ακούμπησαν το έδαφος τα σχοινιά προσγείωσης, μια σπίθα έβαλε φωτιά στο υδρογόνο που μπορεί να είχε διαρρεύσει.
Υπήρχαν κενά όμως σε αυτή τη θεωρία: Πρώτον, η φωτιά δεν έπιασε τη στιγμή που άγγιξαν τα σχοινιά πρόσδεσης το έδαφος, όπως θα έπρεπε να συμβεί αν η γείωση ήταν υπαίτια για τη δημιουργία σπίθας, αλλά, όπως σημειώσαμε, άργησε κατά τέσσερα λεπτά. Δεύτερον, η μικρή διαρροή υδρογόνου, που φαίνεται ότι πράγματι υπήρχε κοντά στην ουρά του σκάφους, ήταν πολύ μακριά από τα σχοινιά και το πιθανό σημείο του σπινθήρα.
Το αναπάντητο επί 84 χρόνια ερώτημα αποφάσισε να φέρει στην επικαιρότητα μια τηλεοπτική εκπομπή και απευθύνθηκε στον Σερραίο απόφοιτο του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και ήδη τακτικό καθηγητή στη Σχολή Χημικών Μηχανικών του Caltech, Κωνσταντίνο Γιαπή. Ο Γιαπής, γνωστός ήδη στην επιστημονική κοινότητα για την ανακάλυψη μεθόδου παραγωγής οξυγόνου από διοξείδιο του άνθρακα, είχε επίσης ασχοληθεί στο παρελθόν με ηλεκτρικά φορτία και θεωρήθηκε ικανός να αναπτύξει δική του θεωρία για τα αίτια της καταστροφής.
Γνώριζε όμως ο Γιαπής ότι η επιστήμη διδάσκει πως καμία θεωρία δεν εδραιώνεται οριστικά αν δεν επαληθευθεί πειραματικά. Έστησε λοιπόν ένα μοντέλο της εξωτερικής επιφάνειας του Hindenburg στα εργαστήρια του Caltech. Φρόντισε να χρησιμοποιήσει ακριβώς τα ίδια υλικά με τα οποία είχε κατασκευαστεί το πραγματικό αερόπλοιο. Πολύ κρίσιμο στοιχείο ήταν η δομή της εξωτερικής κατασκευής του αερόπλοιου. Ο σκελετός ήταν κατασκευασμένος από αλουμίνιο αλλά για λόγους μόνωσης, υπήρχε και μια εξωτερική «επιδερμίδα» φτιαγμένη από μείγμα υφάσματος και άλλων υλικών. Αυτό το επιδερμικό περίβλημα κρατιόταν σε απόσταση από τον αλουμινένιο σκελετό με ξύλινους τάκους και το κενό ανάμεσα στην επιδερμίδα και στον σκελετό θα απέβαινε μοιραίο για τη ζωή πολλών ατόμων.
Στην αρχή, ο Γιαπής φόρτισε την επιδερμίδα με μια ηλεκτρική τάση τέτοια που συνάδει με την ατμοσφαιρική φόρτιση που συμβαίνει σε θυελλώδεις συνθήκες στο υψόμετρο όπου βρισκόταν το αερόπλοιο και στη συνέχεια γείωσε το σκελετό. Δεν έγινε τίποτα. Στη συνέχεια, με έναν απλό ψεκαστήρα κουζίνας, έριξε μια ομίχλη νερού στην επιδερμίδα, προσομοιώνοντας την ελαφριά βροχή που έπεφτε εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ στο New Jersey. Προς στιγμή δεν έγινε πάλι τίποτε, αλλά μετά από λίγα λεπτά έγινε το σώσε. Δυνατοί και ισχυροί σπινθήρες ξεπήδησαν σε πολλά σημεία στο κενό που χώριζε την επιδερμίδα από το σκελετό.
Η ακριβής αλληλουχία των τεχνικών συμβάντων που κατέληξαν στην καταστροφή είχε πλέον διαγνωστεί. Το σύστημα με την επιδερμίδα στη βροχή και το σκελετό γειωμένο με τα σχοινιά στη γη, είχε μετατρέψει το αερόπλοιο σε έναν τεράστιο ηλεκτρικό πυκνωτή με θετικό ηλεκτρικό φορτίο στην επιδερμίδα και αρνητικό στο σκελετό. Η διαρροή υδρογόνου, όσο μικρή και όπου και αν ήταν, έφτανε για να ολοκληρωθεί το μοιραίο.
Η τελεσίδικη επιβεβαίωση ήρθε με τον υπολογισμό του χρόνου που θα χρειαζόταν για να φορτισθεί ένας πυκνωτής αυτού του μεγέθους. Οι μαθηματικοί υπολογισμοί του Γιαπή έδειξαν ότι ο απαιτούμενος χρόνος είναι τέσσερα λεπτά, όσα ακριβώς οι κινηματογραφικές ταινίες δείχνουν ότι είχαν μεσολαβήσει ανάμεσα στο άγγιγμα των σχοινιών στη γη και στην έκρηξη.
Δεν ξέρω ποια ήταν τα κίνητρα της εκπομπής PBS Nova να φέρει στην επικαιρότητα το συνταρακτικό αλλά τόσο παλαιό συμβάν, αλλά προσωπικά πιστεύω ότι οι ακροατές της βρήκαν κερδισμένοι.
Ελπίζω να συμφωνούν και οι αναγνώστες του Business Daily.