Την ώρα που στον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο οι εταιρείες στρέφονται όλο και περισσότερο σε πρακτικές βιώσιμης ανάπτυξης, στην Ελλάδα πολύ λίγες είναι αυτές που αποφασίζουν να κάνουν το μεγάλο βήμα. Ακόμα και η πλειοψηφία των εισηγμένων επιχειρήσεων στο Χρηματιστήριο διστάζουν να υιοθετήσουν τα διεθνώς αναγνωρισμένα κριτήρια ESG (Environmental – Περιβαλλοντικά, Social – Κοινωνικά και Governance – Εταιρική Διακυβέρνηση), όπως αποκαλύπτει η ετήσια έρευνα του Κέντρου Αειφορίας (CSE).
Η απροθυμία αυτή ωστόσο επηρεάζει αρνητικά τις αναπτυξιακές προοπτικές τόσο των εταιρειών, όσο και της εθνικής οικονομίας. Και αυτό γιατί η κυρίαρχη τάση πλέον στη διεθνή επενδυτική κοινότητα είναι σαφής, οι επενδυτές επιλέγουν εταιρείες και επενδύσεις με θετικό περιβαλλοντικό και κοινωνικό αποτύπωμα.
Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από τα νούμερα: το 2000 οι επενδύσεις αυτές «άγγιζαν» μόλις το 6% των επενδυτών, 20 χρόνια μετά, το ποσοστό αυτό έχει ανέλθει στο 30%. Περίπου δηλαδή το 1/3 των διεθνών επενδυτών τοποθετούν τα χρήματά τους με περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια. Το πρώτο, μάλιστα τρίμηνο του 2020 είχαμε ρεκόρ επενδύσεων με αυτά τα χαρακτηριστικά.
Το ESG έχει πάψει προ πολλού να αφορά τις δημόσιες σχέσεις μιας επιχείρησης και καθορίζει το αν και κατά πόσο θα μπορεί να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές. Αλλά και την αναπτυξιακή της δυναμική, αφού τα στοιχεία δείχνουν ότι οι εταιρείες και οι επενδύσεις με θετικά ESG Ratings, εμφανίζουν σταθερά υψηλότερες αποδόσεις και επιδεικνύουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στα εξωτερικά σοκ και τις διακυμάνσεις της αγοράς.
Αν λοιπόν οι ελληνικές εταιρείες, ιδίως οι εισηγμένες, θέλουν να μπουν στο ραντάρ των διεθνών επενδυτών και να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση, θα πρέπει να υιοθετήσουν χθες (!) τα κριτήρια ESG. Εδώ όμως δεν αρκεί ένας απολογισμός βιώσιμης ανάπτυξης μια φορά τον χρόνο. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν ενσωματώσει τις ESG αρχές στη λειτουργία τους, αξιοποιώντας τα παγκοσμίως αναγνωρισμένα και αξιόπιστα σχετικά πρότυπα, αλλά και να συμμετέχουν στα ESG Ratings τα οποία παρακολουθούν οι επενδυτές για να λάβουν τις αποφάσεις τους.
Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει μια νέα ολιστική προσέγγιση εκ μέρους των εταιρειών, η οποία αγγίζει κάθε πτυχή της δράσης και της λειτουργίας τους: από το πού και πώς επενδύουν, μέχρι το πώς και ποιους προσλαμβάνουν και το τι είδους σχέσεις διαμορφώνουν με τον κοινωνικό τους περίγυρο.
Δεν αρκεί για παράδειγμα, μια εταιρεία να μειώνει το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα, αλλά να μην έχει αυστηρή πολιτική κατά των διακρίσεων με βάση το φύλο ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό στο εσωτερικό της. Ούτε να αναπτύσσει σημαντικές δράσεις ΕΚΕ, ενόσω η δραστηριότητά της συνεχίζει να επιβαρύνει δυσανάλογα το περιβάλλον.
Απαιτείται δηλαδή, μια διαφορετική φιλοσοφία και ένα ολοκληρωμένο αφήγημα που πείθουν την επενδυτική κοινότητα και τους πολίτες ότι λειτουργούν με διαφάνεια και υπευθυνότητα.
Αν οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν κινηθούν άμεσα προς αυτή την κατεύθυνση κινδυνεύουν όχι μόνο να χάσουν σημαντικές ευκαιρίες χρηματοδότησης, αλλά και να γνωρίσουν αποεπένδυση, αφού δεν είναι λίγοι οι επενδυτές που αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από εταιρείες οι οποίες δεν είναι σε θέση να πιστοποιήσουν ότι λειτουργούν υπεύθυνα. Άλλωστε μια σειρά από μεγάλα επενδυτικά χαρτοφυλάκια (όπως Ασφαλιστικά Ταμεία) δεσμεύονται από το καταστατικό τους να τοποθετούνται μόνο σε εταιρείες και επενδύσεις με θετικό κοινωνικό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Για να το θέσουμε ωμά, No ESG, No Money! Το ESG δεν είναι πολυτέλεια για τις ελληνικές εισηγμένες επιχειρήσεις. Είναι όρος επιβίωσης και ανάπτυξης.
Ο κ. Γιάννης Δέτσης, Διευθύνων Σύμβουλος Choose Strategic Communications Partner