Δημοσιεύτηκε πρόσφατα η πολυαναμενόμενη έκθεση του Ενρίκο Λέτα για τον μετασχηματισμό της ενιαίας αγοράς της Ε.Ε. η οποία είχε ανατεθεί στον Ιταλό πρώην πρωθυπουργό από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Στην έκθεση προβάλλονται προτάσεις για το επόμενο στάδιο στις διαδικασίες εμβάθυνσης της ενιαίας αγοράς, επισημαίνονται οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις που διαμορφώνονται σήμερα στην Ευρώπη, οι αστοχίες του παρελθόντος, αλλά και οι δομικές αδυναμίες που έχει επιδείξει – ακόμα και πολύ πρόσφατα- η Ευρώπη.
Ένα από τα στοιχεία που επισημαίνονται στην έκθεση είναι η ανάγκη η βιομηχανική πολιτική της Ευρώπης να γίνει πιο «ευρωπαϊκή», με την έννοια των ευρύτερων συμμαχιών σε διακρατικό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνει τον ρόλο των Σημαντικών Έργων Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (ΣΕΚΕΕ) και των βιομηχανικών συμμαχιών ως εργαλείων για την αντιστροφή των στρατηγικών εξαρτήσεων της Ευρώπης αλλά και ως έναν τρόπο να κινητοποιηθούν περισσότερες δημόσιες επενδύσεις.
Αυτό ακριβώς είχαμε προτείνει σε πρόσφατη εργασία μας στο πλαίσιο πρωτοβουλίας του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ για τη βιομηχανική πολιτική της Ελλάδας με τίτλο «Αξιοποιώντας τη νέα βιομηχανική πολιτική της ΕΕ στην αναδιαμόρφωση του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδα». Τα ΣΕΚΕΕ επιτρέπουν στα κράτη μέλη να σχεδιάζουν και να υλοποιούν από κοινού εθνικές επενδύσεις σε βασικές τεχνολογίες με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης, απασχόλησης και πρωτοποριακής καινοτομίας. Αυτά τα διακρατικά έργα είναι κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη τεχνολογικών και παραγωγικών δυνατοτήτων στην Ενιαία Αγορά που δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν διαφορετικά, καθώς συγκεντρώνουν γνώσεις, πόρους και εμπειρογνωμοσύνη από διάφορους οικονομικούς φορείς σε ολόκληρη την Ένωση
Η Ελλάδα είναι πολύ δραστήρια σε αυτόν τον τομέα και συμμετέχει ήδη σε τέσσερα (4) ΣΕΚΕΕ που αφορούν τις μπαταρίες, το καθαρό υδρογόνο (δύο έργα) και τη μικροηλεκτρονική. Τα έργα αυτά βασίζονται σε ενδοκοινοτικές συμπράξεις τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τα κράτη, και παρέχουν ένα συνδυασμό χρηματοδοτικής υποστήριξης μέσω ευρωπαϊκών εθνικών και ιδιωτικών πόρων για την Ε&Α και τη βιομηχανική ανάπτυξη σε στρατηγικές τεχνολογίες.
Μάλιστα, το ύψος των διαθέσιμων κονδυλίων μέσω ΣΕΚΕΕ συναγωνίζεται αυτό του προγράμματος «Ορίζοντας Ευρώπη». Η συμμετοχή σε τέτοια έργα θα πρέπει να αποτελέσει βασικό πυλώνα του στρατηγικού σχεδιασμού της χώρας, καθώς παρέχουν πρόσβαση σε κεφάλαια που στοχεύουν στη βιομηχανική κλιμάκωση της παραγωγής (scale-up), σε κανάλια καινοτομίας και τεχνολογίας καθώς και πρόσβαση σε εξειδικευμένες αγορές, βοηθώντας στη διαμόρφωση στρατηγικών συνεργασιών με διάφορους φορείς (από πολυεθνικές επιχειρήσεις έως πανεπιστήμια και ερευνητικά ινστιτούτα σε ολόκληρη την ΕΕ) που μπορούν να τονώσουν σημαντικά τη βιομηχανική της ανταγωνιστικότητα.
Εξάλλου, θεωρούμε ότι η βιομηχανική στρατηγική της ΕΕ δημιουργεί μια ευκαιρία για την Ελλάδα να συμμετάσχει σε κρίσιμες αλυσίδες αξίας και να εξειδικευτεί σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Βεβαίως η πραγματικότητα πολλές φορές δε συμβαδίσει με τις αγνές προθέσεις και ήδη έχουν ακουστεί φωνές που επισημαίνουν την έντονη γραφειοκρατία αυτών των πρωτοβουλιών, αλλά και ανησυχίες που εφάπτονται σε σχετικά ζητήματα κρατικών ενισχύσεων. Είναι βέβαιο ότι η συμμετοχή και η ενεργός εμπλοκή σε βιομηχανικές συμμαχίες και ΣΕΚΕΕ σε βασικά οικοσυστήματα και τεχνολογίες θα αποτελέσει ενδεχομένως αντικείμενο ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, προετοιμάζοντας το έδαφος για έναν πιθανό αγώνα επιδοτήσεων μεταξύ τους. Αυτό το ενδεχόμενο αποτελεί έναν σοβαρό, κίνδυνο που μπορεί να υπονομεύσει τις επιδόσεις της Ενιαίας Αγοράς της ΕΕ.
Ταυτόχρονα η χαλάρωση των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων μεταξύ των μελών της ΕΕ εγκυμονεί ένα σημαντικό κίνδυνο, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία: ένα πιθανό πόλεμο για τη διεκδίκηση επιδοτήσεων στην Ενιαία Αγορά, όπου οι κυρίαρχοι παίκτες εκτοπίζουν τις μικρότερες οικονομίες εκμεταλλευόμενοι τη δημοσιονομική τους θέση για να κατευθύνουν υπερβολικό αριθμό εθνικών κονδυλίων σε βασικές τεχνολογίες και τμήματα κρίσιμων αλυσίδων αξίας
Σε κάθε περίπτωση, και παρά τα ρυθμιστικά αυτά ζητήματα από πλευράς στρατηγικής, η Ελλάδα πρέπει να δράσει γρήγορα και στοχευμένα στις κατευθύνσεις ενός δυναμικού στρατηγικού σχεδιασμού με απτούς στόχους, ο οποίος θα αντικατοπτρίζει τα δυνατά σημεία, τις αδυναμίες και τις πιθανές ευκαιρίες και απειλές της χώρας όσον αφορά στη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά. Ενώ η χώρα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο προς αυτή την κατεύθυνση μέσω των διαφόρων στρατηγικών κειμένων και στόχων, χρειάζεται περαιτέρω προσπάθεια τόσο για την υλοποίησή τους, όσο και για τη συνεχή εξέταση νέων αναγκών που ενδέχεται να προκύψουν.
Η χώρα πρέπει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της υλοποίησης των φιλόδοξων σχεδίων δράσης της, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να παρακολουθεί, να αξιολογεί και να επικαιροποιεί (εάν είναι απαραίτητο) συνεχώς τον στρατηγικό της σχεδιασμό απέναντι στο ασταθές περιβάλλον της παγκόσμιας αγοράς.
Στο πλαίσιο αυτό, αναδύεται μια αναγκαία μελλοντική κατεύθυνση για μια ολιστική βιομηχανική πολιτική, όπου οι διαφορετικές στρατηγικές και τα κείμενα που αφορούν στην ανταγωνιστικότητα, την έρευνα και την καινοτομία, τη δίδυμη μετάβαση και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή ενσωματώνονται σε ένα ενιαίο σύστημα πολιτικών.
Αυτή η συστημική προσέγγιση μπορεί να δημιουργήσει μια σαφή σύνδεση και εξάρτηση μεταξύ των διαφορετικών στρατηγικών στόχων, των ποικίλων μεταρρυθμίσεων της αγοράς και των παρεμβάσεων πολιτικής και, στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό, να παράσχει τα βασικά θεμέλια για την επιδίωξη της βιώσιμης ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας μακροπρόθεσμα.
Το κείμενο πολιτικής του ΕΛΙΑΜΕΠ δημοσιεύτηκε εδώ
* Ο Άγγελος Τσακανίκας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΜΠ, Διευθυντής Εργαστηρίου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας (ΕΒΕΟ)-ΕΜΠ, Επικεφαλής του Γραφείου Μεταφοράς Τεχνολογίας του ΕΜΠ. Ο Δρ. Πέτρος Δήμας είναι Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Εργαστηρίου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας (ΕΒΕΟ)-ΕΜΠ, Εντεταλμένος Διδάσκοντας Τμήμα Μηχανικών Οικονομίας και Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.