Σε φάση ενδοσκόπησης και ανασφάλειας επέστρεψε το ελληνικό χρηματιστήριο στη χθεσινή συνεδρίαση, όπου η κομβική είδηση της αναβάθμισης και της απόκτησης επενδυτικής βαθμίδας από τη χώρα μας, ύστερα από 13 χρόνια παραμονής στην κατηγορία junk, «κάηκε» εν μέσω των ανησυχιών για την οικονομική διαχείριση των καταστροφών και των φημών για έκτακτο φόρο στις τράπεζες.
Η χθεσινή ήταν η έβδομη πτωτική συνεδρίαση στις εννέα τελευταίες, με το Γ.Δ. να υποχωρεί αυτό το διάστημα σε ποσοστό 5,14%, τον FTSE 25 να χάνει 5,47%, τον Mid Cap να βρίσκεται στο -6,10%, ενώ ο τραπεζικός δείκτης καταγράφει απώλειες 9,40%.
Η πρώτη ανάγνωση που έκαναν αναλυτές και παράγοντες της αγοράς για τη χθεσινή συμπεριφορά του Χ.Α., που μολονότι ξεκίνησε έντονα ανοδικά, εντούτοις έχασε όλη τη δυναμική του κλείνοντας με πτώση, είναι πως η αναβάθμιση από τον καναδικό οίκο DBRS Morningstar, είχε προεξοφληθεί μετά τη δυναμική άνοδο των προηγούμενων μηνών. Θυμίζουμε πως το Χ.Α. έφτασε φέτος να κερδίζει έως και +44,72% (υπολογίζοντας έως τα υψηλά στα τέλη Ιουλίου) σε επίπεδο Γενικού Δείκτη, ενώ ο τραπεζικός δείκτης έφτασε έως το +73%. Κέρδη που καμιά άλλη αγορά στον κόσμο δεν έδωσε.
Από εκεί και πέρα, όμως, χθες φάνηκε ότι, στον απόηχο των πρωτοφανών καταστροφών που προκάλεσε η κακοκαιρία "Daniel" άρχισε να επικρατεί σε κύκλους της αγοράς ανησυχία για την επόμενη ημέρα, με την κυβέρνηση πάντως να διαβεβαιώνει ότι δεν θα υπάρξουν παρεκκλίσεις από την πορεία που έχει χαράξει στην οικονομική της πολιτική:
- Ένα ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα καλυφθεί από την κυβέρνηση το κόστος της αποκατάστασης των ζημιών, που υπολογίζεται ότι μπορεί να φτάσει ακόμη και στα 6 δισ. ευρώ (σχεδόν 3% του ΑΕΠ), χωρίς να προκληθούν δημοσιονομικοί κλυδωνισμοί. Ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης «απάντησε» νωρίς σε αυτόν τον προβληματισμό, δηλώνοντας στο "Bloomberg" ότι δεν θα αλλάξουν οι δημοσιονομικοί στόχοι, ενώ ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, Πάολο Τζεντιλόνι, διαβεβαίωσε χθες ότι η Ελλάδα θα λάβει ενίσχυση από τις Βρυξέλλες για να αντιμετωπίσει τις νέες, έκτακτες ανάγκες.
- Ένα δεύτερο ερώτημα, συνδεδεμένο με το πρώτο, και το οποίο προκάλεσε χθες αρκετή φημολογία που επηρέασε την αγορά και κυρίως τον τραπεζικό τομέα (αυξημένες ρευστοποιήσεις, ιδιαίτερα μετά το άνοιγμα των συναλλαγών στις ΗΠΑ) είναι αν θα προχωρήσει η κυβέρνηση σε έκτακτα μέτρα για να αντλήσει έσοδα, προκειμένου να καλύψει το κόστος αποκατάστασης των καταστροφών. Ένα τέτοιο μέτρο, σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφόρησαν, θα μπορούσε να ήταν μια έκτακτη φορολόγηση των τραπεζικών κερδών. Και αυτή η φημολογία διαψεύστηκε -στην προκειμένη περίπτωση από τον υφυπουργό Οικονομικών, Χάρη Θεοχάρη. Ο κ. Θεοχάρης τόνισε στη Βουλή -η σχετική ανακοίνωση εκδόθηκε από το ΥΠΟΙΚ μετά το κλείσιμο των συναλλαγών στο ΧΑ- ότι η πρόταση για έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών είναι «μη ρεαλιστική» και υπογράμμισε ότι «θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν κάνουμε προτάσεις, οι οποίες ακούγονται μεν ωραίες στα αυτιά των ανθρώπων που δεν ξέρουν τις λεπτομέρειες, όμως στην πράξη είναι πάρα πολύ δύσκολο να υλοποιηθούν».
Πέραν αυτών των θεμάτων που αφορούν την οικονομική διαχείριση της επόμενης ημέρας των καταστροφών, είναι σαφές ότι προκάλεσε κάποιο προβληματισμό στους επενδυτές και η χθεσινή παραίτηση Βαρβιτσιώτη, η δεύτερη παραίτηση υπουργού στη νέα κυβερνητική θητεία του Κ. Μητσοτάκη. Η αγορά περιμένει να ξεπεράσει τα εσωτερικά της προβλήματα η κυβέρνηση και τις αρρυθμίες που έχουν παρατηρηθεί το τελευταίο διάστημα, καθώς μάλιστα υπάρχει η απαίτηση να προχωρήσει τολμηρές μεταρρυθμίσεις και να προωθήσει την αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, κάτι που προϋποθέτει ότι θα λειτουργεί με συνοχή και αποτελεσματικότητα.
Απότομη προσγείωση στη δυσμενή πραγματικότητα
Η δυσμενής πραγματικότητα και οι φυσικές καταστροφές του τελευταίου διμήνου ήρθαν να προσγειώσουν απότομα όλο το πολιτικό σύστημα, αλλάζοντας την ψυχολογία της κοινωνίας, που πλέον είναι εξοργισμένη και απογοητευμένη. Συνάμα, οι καταστροφές έβγαλαν στην επιφάνεια την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού σε όλη τη διάρθρωσή του, κάτι που ξεφεύγει από κόμματα, κυβερνήσεις και ιδεολογίες, αλλά είναι παγιωμένο και εδραιωμένο στις κρατικές δομές της χώρας, για δεκαετίες.
Η κυβέρνηση της ΝΔ κατά κοινή ομολογία διαχειρίστηκε καλά τα τεράστια προβλήματα την προηγούμενη τετραετία, με αιχμή τον Covid-19, τα ελληνοτουρικά ζητήματα, το προσφυγικό και την ενεργειακή κρίση. Από εκεί και πέρα, το τωρινό χτύπημα ήταν εντελώς εκτός… προγράμματος και φαίνεται να αιφνιδίασε ακόμη και τον ίδιο τον πρωθυπουργό και όλο το επιτελείο, που μετά τις δύο θριαμβευτικές νίκες του καλοκαιριού έμοιαζαν να έχουν επαναπαυτεί στις δάφνες τους. Όμως, οι τεράστιες φυσικές καταστροφές -πρώτα οι πυρκαγιές, μετά οι πλημμύρες- προκάλεσαν ανατροπή του σκηνικού και έφεραν την κυβέρνηση μπροστά στην ανάγκη να διαχειριστεί μια πρωτοφανή κρίση.
Την ίδια ώρα, μπαίνει στην εξίσωση και το μεγάλο στοίχημα που λέγεται Ταμείο Ανάκαμψης. Η Ελλάδα έκανε πολύ καλό ξεκίνημα, προχώρησε επιτελικά πολύ γρήγορα τις διαδικασίες, κάτι που επισήμαναν και οι ξένοι αξιωματούχοι. Πλέον, όμως, φαίνεται πως υπάρχουν σημαντικές κωλυσιεργίες, όχι μόνο λόγω των εκλογών αλλά και επειδή η υλοποίηση του προγράμματος ξεφεύγει από τον επιτελικό σχεδιασμό σε επίπεδο υπουργείων και απαιτεί όλο και περισσότερο την εμπλοκή της δημόσιας διοίκησης.
Η χώρα βαδίζει ήδη στο τελευταίο τετράμηνο του 2023, οπότε έως το τέλος του 2026 απομένουν μόλις τρία έτη για την απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Έτσι, εύλογα υπάρχει ανησυχία για την απορρόφηση των κονδυλίων. Ειδικά με τις διαδικασίες του Ταμείου Ανάκαμψης, οι εκταμιεύσεις του οποίου συνδέονται άρρηκτα με ένα εξαιρετικά εκτεταμένο και πιεστικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, η κυβέρνηση έχει μπροστά της πολλή και δύσκολη δουλειά, που θα πρέπει να γίνει με υψηλή ακρίβεια και αποτελεσματικότητα.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η αγορά έδειξε να περνά σε εντελώς δεύτερη μοίρα την αναβάθμιση από τον οίκο DBRS, δίνοντας χθες μια συνεδρίαση που χαρακτηρίστηκε από την επικράτηση των πωλητών, ιδιαίτερα στην τελική ευθεία για το κλείσιμο των συναλλαγών. Ο Γενικός Δείκτης αρχικά έφτασε να κερδίζει έως 1,84%, όταν ανήλθε στις 1.282,65 μονάδες, όμως αμέσως άρχισε η φθορά, καθώς η εικόνα της αγοράς, ο τζίρος, ο ρυθμός και η ευρύτερη ψυχολογία, είχε χαρακτηριστικά ανασφάλειας.
Το φινάλε βρήκε το Γ.Δ. με αρνητικό κλείσιμο -0,71% στις 1.250,59 μονάδες, ενώ με πτώση έκλεισαν όλοι οι κύριοι δείκτες. Ο FTSE 25 αρχικά έφτασε να κερδίζει έως 2,16%, όμως έκλεισε με πτώση 0,88% στις 3.026,30 μονάδες, ενώ ο Mid Cap έκλεισε στις 2.046,52 μονάδες με πτώση 0,70%. Τέλος, ο τραπεζικός δείκτης αρχικά έφτασε να ενισχύεται έως 3,34%, όμως δεν μπόρεσε να κρατήσει τα κέρδη του, οδηγήθηκε σε απώλειες έως 3,85% μισή ώρα πριν το τέλος, ενώ στο φινάλε έκλεισε στις 965,30 μονάδες με πτώση 2,78%.