Η πολύ καλή πορεία των αγορών, παρά τη δικαιολογημένη, κατά τους αναλυτές, διόρθωση του Σεπτεμβρίου αποτέλεσε μία χρυσή ευκαιρία για τις εταιρείες ανά την υφήλιο να προσφύγουν σε αυτές για άντληση ρευστότητας, είτε πραγματοποιώντας αρχικές δημόσιες εγγραφές (IPOs) είτε εκδίδοντας ομόλογα.
Τη δραστηριότητα σίγουρα στήριξε και η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών, με Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να διατηρούν τα βασικά επιτόκια στο μηδέν και τα πλουσιοπάροχα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης.
Η συζήτηση, όμως, η οποία είχε ξεκινήσει στις αρχές του καλοκαιριού, για πιθανή απόσυρση αυτών των προγραμμάτων το επόμενο έτος, έστω και εάν γίνει σταδιακά, ήταν ένα ακόμη σήμα για τις επιχειρήσεις να στραφούν τώρα στις αγορές, όσο οι συνθήκες τις ευνοούν. Βάσει στοιχείων της εταιρείας Refinitiv, το συνολικό ποσό έφθασε στα 8,7 τρισ. δολάρια και αφορά πωλήσεις μετοχών, εκδόσεις ομολόγων αλλά και κοινοπρακτικά δάνεια, ενώ σε αυτόν τον «χορό» εισήλθαν και κορυφαία ονόματα του παγκόσμιου επιχειρείν από την Apple έως τη Volkswagen.
Υπενθυμίζεται ότι αρκετά μεγάλη δραστηριότητα είχαν και οι ελληνικές εισηγμένες εταιρείες, ειδικά στην αγορά ομολόγων, αρχής γενομένης από τις τράπεζες, το παράδειγμα των οποίων ακολούθησαν και άλλοι κλάδοι.
Για μία ακόμη φορά οι ΗΠΑ είναι η χώρα στη οποία η δραστηριότητα είναι πιο έντονη, καθώς αποτελεί τμήμα της επιχειρηματικής κουλτούρας η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές και όχι κατά βάσει μέσω τραπεζικού δανεισμού. Η αξία των αρχικών δημόσιων εγγραφών έφθασε σε επίπεδα υψηλότερα από το 1999, ενώ και σε αυτόν τον τομέα οι εταιρείες SPACs έδωσαν το παρόν, αντλώντας από τις αγορές 128 δις. δολάρια από την αρχή του έτους, με τα 15,7 δις. να αφορούν το γ’ τρίμηνο.
Στις αγορές στράφηκαν οι επιχειρήσεις για άντληση κεφαλαίων το εννεάμηνο
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, ο οποίος ήταν ένας δύσκολος μήνας για τις διεθνείς αγορές, με τους βασικούς δείκτες να εμφανίζουν υψηλές απώλειες και τις αγορές ομολόγων έντονες διακυμάνσεις, υπήρξε έκδοση ομολογιακών δανείων σχεδόν 15 δισ. δολαρίων. Ακόμη πιο έντονη είναι η δραστηριότητα στις εκδόσεις ομολόγων χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης, με την Goldman Sachs να αναφέρει ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις, τις οποίες ανέλαβε η ίδια, το επιτόκιο ήταν πολύ καλύτερο απ’ ότι είχε εκτιμηθεί όταν αποφασίστηκαν οι εκδόσεις.
Σε σύγκριση με το 2020 οι εκδόσεις ομολόγων από εταιρείες με υψηλό βαθμό πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν μειωθεί σημαντικά, με τη Refinitiv να τοποθετεί την πτώση στο 15%, η αγορά έχει κατακλυστεί από εκδόσεις junk bonds, με τους επενδυτές να εμφανίζονται πρόθυμοι να ρισκάρουν προκειμένου να έχουν υψηλές αποδόσεις.
Αυτό που τονίζουν οι ειδικοί είναι ότι οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές θα πρέπει να το πράξουν τώρα και να μην περιμένουν το 2022, όπου η νομισματική πολιτική εκτιμάται ότι θα αλλάξει, ενώ η συνεχής αύξηση του πληθωρισμού αφήνει αρκετούς με το ερωτηματικό κατά πόσο οι κεντρικοί τραπεζίτες που το χαρακτηρίζουν ως «παροδικό φαινόμενο» έχουν πραγματικά δίκιο.
Όπως, δε, επισημαίνει η Μόνικα Έρικσον, διαχειρίστρια κεφαλαίων στην DoubleLine Capital, μιλώντας στους "Financial Times", η ζήτηση για επιχειρηματικά ομόλογα ήταν τόσο υψηλή που σε αρκετές περιπτώσεις η υπερκάλυψη έφθανε και τις 10 φορές, με τους επενδυτές να διαγκωνίζονται ποιος θα αγοράσει πρώτος και τις εταιρείες σε αρκετές περιπτώσεις να «κλείνουν την πόρτα» καθώς είχαν καλύψει τα κεφάλαια που επιθυμούσαν να αντλήσουν.