Μετά την κατάκτηση συνεχών ιστορικών υψηλών οι διεθνείς αγορές δέχονται πιέσεις κατά το τελευταίο διάστημα, με τους αναλυτές να εξετάζουν προσεκτικά αυτήν την πορεία, προσπαθώντας να εξηγήσουν τόσο την αντιστροφή τάσεων όσο και το τι μπορούν να περιμένουν οι επενδυτές από τις αγορές το αμέσως επόμενο διάστημα.
Το γεγονός, φυσικά, ότι βρισκόμαστε εν μέσω της καλοκαιρινής περιόδου διαδραματίζει κάποιο ρόλο για την «άπνοια» από πλευράς αγοραστών, όμως, βασικές αιτίες, όπως σημειώνουν σε αναλύσεις τους κορυφαίοι αναλυτές των Barclays και Citi είναι από τη μία πλευρά το τέταρτο κύμα της πανδημίας και από την άλλη τα ερωτηματικά που δημιουργούνται αναφορικά με το τι θα πράξουν οι Κεντρικές Τράπεζες εάν ο πληθωρισμός συνεχίσει να παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Ως «υπερβολική» χαρακτηρίζει την πρόσφατη υποχώρηση των αγορών ο Εμμανουέλ Τσάου, επικεφαλής ευρωπαϊκών επενδύσεων της Barclays, χωρίς, όμως, να αποκλείει το ενδεχόμενο η τάση αυτή να συνεχιστεί τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. «Αρκετά δεδομένα που ανακοινώνονται δεν φέρουν μαζί τους θετικές εκπλήξεις και ταυτόχρονα υπάρχουν ενδείξεις ότι το ισοζύγιο προσφοράς – ζήτησης στην αγορά εργασίας θα μπορούσε να οδηγήσει υψηλότερα τον πληθωρισμό. Επικίνδυνο για τις αγορές θεωρείται και το γεγονός ότι η Κίνα αυξάνει την επιβολή περιορισμών σε αρκετές βιομηχανίες και φυσικά η μετάλλαξη Δέλτα ανησυχεί τους πάντες», τονίζει ο Τσάου σε πρόσφατο report του.
Σύμφωνα με τον αναλυτή, η προοπτική χαμηλότερου ρυθμού ανάπτυξης με ταυτόχρονη ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων είναι απόλυτα φυσικό να προκαλεί αρνητική επίδραση στις αποτιμήσεις σχεδόν όλων των assets, ενώ η πρόσφατη πτώση στις αποδόσεις των ομολόγων μπορεί να λειτουργήσει και ως «καμπανάκι κινδύνου».
«Οι μετοχές μέχρι στιγμής διατηρήθηκαν σε καλά επίπεδα, αλλά υπάρχουν κρυμμένοι κίνδυνοι. Η ρευστότητα των αγορών υποχωρεί παραδοσιακά το καλοκαίρι ενώ τα μηνύματα που στέλνουν οι κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και διφορούμενα», προσθέτει.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων έχουν ενισχυθεί οι φήμες ότι η Fed εξετάζει το ενδεχόμενο να περιορίσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αλλά και να προχωρήσει σε δύο αυξήσεις επιτοκίων το 2023, ενώ αντίθετα η ΕΚΤ εμφανίζεται περισσότερο πρόθυμη να συνεχίσει να στηρίζει οικονομία και αγορές. Την ίδια ώρα η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας ακολουθεί την τακτική της ΕΚΤ φροντίζοντας να τονίσει την απόλυτη ετοιμότητά της να κάνει «ό,τι χρειαστεί» ώστε η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη να μην αντιμετωπίσει προβλήματα.
Ο Τσάου της Barclays συνεχίζει να είναι αισιόδοξος, θεωρώντας ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς για να μιλήσει κάποιος για το τέλος του ανοδικού κύκλου των αγορών, αλλά παραδέχεται ότι το επόμενο διάστημα η αστάθεια θα είναι αυτό που θα τις χαρακτηρίζει, εξαιτίας και του ότι σε αρκετές χώρες τα προγράμματα εμβολιασμών δεν κινούνται με την αρχικώς προβλεπόμενη ταχύτητα.
Citi: Υπάρχουν ακόμη επενδυτικές ευκαιρίες στις αγορές
Σε έρευνά της στα μέσα Ιουνίου, η οποία έγινε προς ενημέρωση των θεσμικών επενδυτών – πελατών της, η CIti διαπίστωσε ότι υπάρχει στροφή προς τις επονομαζόμενες μετοχές αξίας (value stocks), στις ευρωπαϊκές μετοχές, τα εμπορεύματα και τους υδρογονάνθρακες.
Οι αναλυτές του αμερικανικού χρηματοοικονομικού ομίλου εξηγούν ότι ιδιαίτερα για τις ευρωπαϊκές μετοχές αυτό είναι αναμενόμενο καθώς η Ευρώπη καθυστέρησε να «ανοίξει» τις οικονομίες της σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και ως εκ τούτου σε αυτήν υπάρχουν αρκετές επενδυτικές ευκαιρίες.
Όμως ο κορυφαίος αναλυτής της Citi, Τομπάιας Λέφκοβιτς σπεύδει να τονίσει ότι οι επενδυτές θα πρέπει να είναι προσεκτικοί. Όπως δηλώνει, με τις αμερικανικές μετοχές να έχουν ενισχυθεί κατά μέσο όρο 40% μεταξύ Ιουνίου 2020 και Ιουνίου 2021 οι επενδυτές οφείλουν να εξετάσουν προσεκτικά τη σχέση κινδύνου και ανταμοιβής.
«Ο κίνδυνος πτώσης (downside risk) φθάνει στο 10%, ενώ η δυνατότητα κέρδους κυμαίνεται από 1% έως 2%. Παρά ταύτα αρκετοί διαχειριστές χαρτοφυλακίων εμφανίζονται εξαιρετικά αισιόδοξοι. Ταυτόχρονα μεγάλη μερίδα των επενδυτών φαίνεται ότι δεν έχει πρόβλημα ακόμη και με τις υψηλές αποτιμήσεις ορισμένων μετοχών. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα ασφάλιστρα κινδύνου των μετοχών (equity risk premiums – ERP) βρίσκονται σταθερά υψηλότερα από τα επίπεδα που είχαν φθάσει πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης», σημειώνει ο Λέφκοβιτς.