Το γενναιόδωρο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ για την πανδημία, μπορεί να οδηγεί όλο και πιο χαμηλά το κόστος δανεισμού των χωρών της ευρωζώνης, ταυτόχρονα, όμως, έχει και ορισμένες παρενέργειες, καθώς ενθαρρύνει τις κερδοσκοπικές δραστηριότητες των hedge funds.
Στις δημοπρασίες που πραγματοποιούνται από τους οργανισμούς διαχείρισης χρέους, τα hedge funds, όπως σημειώνει σε ανάλυσή του το Reuters, φροντίζουν να «φουσκώνουν» τις «παραγγελίες» τους ώστε να κατορθώσουν να αγοράσουν όσο το δυνατόν περισσότερα ομόλογα, για να τα πουλήσουν στη συνέχεια στην ΕΚΤ, εξασφαλίζοντας ένα σίγουρο κέρδος.
Το γεγονός αυτό, αν και φαινομενικά δεν μοιάζει ανησυχητικό στην πραγματικότητα δημιουργεί μία ψευδή εικόνα για την πραγματική ζήτηση ενός κρατικού ομολόγου και, σύμφωνα με κορυφαία οικονομικά στελέχη χωρών της ευρωζώνης, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε μία χώρα, εάν θεωρήσει ότι όλα τα ομόλογα που θα εκδώσει θα γίνουν δεκτά με μεγάλο ενθουσιασμό από την αγορά.
«Το πρόβλημα είναι ότι εάν δεν έχεις την ορθή εικόνα (σ.σ.: της ζήτησης) τότε μπορείς να λάβεις μελλοντικά λανθασμένες αποφάσεις για την πραγματική ζήτηση των ομολόγων που εκδίδεις», παραδέχεται ο κ. Στέλιος Λεωνίδου, ο οποίος διαχειρίζεται τις εκδόσεις ομολόγων της Κύπρου.
Μία μέθοδος που ως φαίνεται χρησιμοποιούν οι ευρωπαϊκές χώρες, αν και λίγες είναι αυτές που το παραδέχονται ανοιχτά, προκειμένου να αποτρέψουν αυτή τη δραστηριότητα είναι να θέτουν όριο στο ύψος των ομολόγων που μπορεί να αγοράσει ένας επενδυτής. Αυτή η κίνηση δεν είναι παράνομη βάσει των κανόνων της ΕΕ, αλλά οι αρμόδιοι έκδοσης κρατικού χρέους δεν έχουν καμία πρόθεση να το… διαφημίσουν, εάν όντως την έχουν επιλέξει.
Τα hedge funds όμως είναι τόσο αχόρταγα που σε ορισμένες περιπτώσεις κάνουν «παραγγελίες» οι οποίες υπερβαίνουν ακόμη και το σύνολο των κεφαλαίων τα οποία διαχειρίζονται, με αποτέλεσμα οι τράπεζες που έχουν αναλάβει την αναδοχή των εκδόσεων να γίνονται όλο και πιο καχύποπτες όταν βλέπουν τέτοιες κινήσεις.
«Το μήνυμα που στέλνεται (σ.σ.: από τις τράπεζες που διαχειρίζονται τις κοινοπρακτικές εκδόσεις ομολόγων) είναι σαφές: δεν πρόκειται να κερδίσετε φουσκώνοντας τις παραγγελίες σας πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο», παραδέχεται τραπεζικό στέλεχος που ζητά να μην κατονομαστεί, μιλώντας στο Reuters.
Η μοναδική που παραδέχεται ότι ακολουθεί αυτήν την τακτική είναι η Ισπανία, τονίζοντας, όμως, ότι το πράττει για το σύνολο όσων επιλέξουν να επενδύσουν σε ομόλογά της και όχι μόνο για τα hedge funds. Ανάλογη πάντως τακτική ακολούθησε και η Γαλλία στη έκδοση ομολόγου τον Μάρτιο.
Οι παράπλευρες συνέπειες του προγράμματος της ΕΚΤ
Τα κρατικά ομόλογα αποτελούν μία τοποθέτηση που επιλέγουν αρκετοί επενδυτές προκειμένου να υπάρχει ισορροπία στα χαρτοφυλάκιά τους, καθώς σε γενικές γραμμές θεωρούνται μία ασφαλής επένδυση. Το μεγάλο πρόβλημα, όμως, ξεκίνησε το 2015 όταν η ΕΚΤ δημιούργησε το πρώτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και εντάθηκε περισσότερο με το πρόγραμμα για την πανδημία (ΡΕΡΡ), καθώς στην ουσία «σαρώνει» τις αγορές ομολόγων αγοράζοντας τα πάντα, κλείνοντας έξω από αυτές τους επενδυτές.
Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, το ισοζύγιο προσφοράς – ζήτησης έχει διαταραχθεί έντονα. Για παράδειγμα, το κοινό ομόλογο που εξέδωσε η ΕΕ τον περασμένο Οκτώβριο με στόχο να συγκεντρώσει 17 δισ. ευρώ, δέχθηκε προσφορές που έφθασαν στα 233 δισ. ευρώ.
Ανάλογη ήταν η εικόνα και για την πρόσφατη έκδοση του ελληνικού 30ετούς ομολόγου, με το ΥΠΟΙΚ να έχει θέσει ως στόχο τη συγκέντρωση 2,5 δισ. και να δέχεται προσφορές 26 δισ., ποσό κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό για μία οικονομία όπως η ελληνική, της οποίας η αξιολόγηση παραμένει σε επίπεδα «junk». Μάλιστα ένας διαχειριστής hedge fund παραδέχεται στο Reuters ότι «φούσκωσε» την προσφορά του για το ελληνικό ομόλογο, αλλά τελικώς δεν κατόρθωσε να επιτύχει το στόχο του, καθώς απέκτησε μόλις το 3% αυτής.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εν γένει τα hedge funds δεν ήταν ιδιαίτερα δραστήρια στην πρωτογενή αγορά ομολόγων, εκτός από αυτές ορισμένων χωρών, πριν από την εφαρμογή του QE της ΕΚΤ. Σήμερα, όμως, εμφανίζονται σχεδόν σε όλες τις εκδόσεις ευρωπαϊκών χωρών.
Σύμφωνα με τον γαλλικό οργανισμό διαχείρισης χρέους Requin, τον Ιανουάριο στην έκδοση του 50ετούς γαλλικού ομολόγου οι προσφορές έφθασαν στα 75 δισ. ευρώ, με ποσοστό άνω του 80% εξ αυτών να προέρχονται από hedge funds. Τον ίδιο μήνα, η Ισπανία όταν σε έκδοσή δέχθηκε προσφορές 130 δισ. ευρώ, αυτόματα μείωσε το κουπόνι που προσέφερε, με αποτέλεσμα αρκετά hedge funds να ακυρώσουν τις «παραγγελίες» τους. Η ισπανική αρχή διαχείρισης χρέους παραδέχθηκε ότι προχώρησε επίτηδες σε αυτήν την κίνηση προκειμένου να αποκλείσει κερδοσκόπους επενδυτές και τελικά τα κατάφερε.