Νέους κραδασμούς στις αγορές προκαλεί η υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ΗΠΑ από τον οίκο Moody's, την Παρασκευή, μετά την οποία δεν υπάρχει έστω και ένας μεγάλος οίκος που να δίνει στις ΗΠΑ την κορυφαία αξιολόγηση του τριπλού "A".
Στο επίκεντρο των πιέσεων, που πάντως δεν έχουν πάρει ακραίο χαρακτήρα, όπως είχε συμβεί μετά την ανακοίνωση των δασμών του Τραμπ, βρίσκονται τα αμερικανικά ομόλογα. Η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου των ΗΠΑ αυξήθηκε τη Δευτέρα, πλησιάζοντας το 4,55%, το υψηλότερο επίπεδό της από τα μέσα Φεβρουαρίου, ενώ η απόδοση του 30ετούς ομολόγου ξεπέρασε το 5% για πρώτη φορά από τον Απρίλιο, φτάνοντας στο υψηλότερο σημείο της από τον Οκτώβριο του 2023.
Οι κινήσεις αυτές σημειώθηκαν εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών για τις δημοσιονομικές προοπτικές των ΗΠΑ. Σε αυτό προστέθηκαν οι ανησυχίες από το γεγονός ότι επιτροπή του Κογκρέσου ενέκρινε χθες την πρόταση Τραμπ για φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία περιλαμβάνει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια νέων, μη χρηματοδοτούμενων φορολογικών ελαφρύνσεων.
Η υποβάθμιση από τη Moody's ενέτεινε την ανησυχία για την αξιοπιστία των αμερικανικών assets. Τα futures του S&P 500 σημείωναν πτώση που ξεπερνούσε το 1%, σηματοδοτώντας ένα τέλος στο ανοδικό σερί πέντε ημερών για τις αμερικανικές μετοχές. Η πτώση επεκτάθηκε και στις ευρωπαϊκές και ασιατικές αγορές, με τους επενδυτές να εμφανίζονται πιο επιφυλακτικοί. Στην Ευρώπη, ο δείκτης Stoxx 600 υποχωρεί κατά 0,50%.
Το ευρώ σημείωσε άνοδο έως και 1,1% έναντι του δολαρίου, οδηγώντας τα κέρδη μεταξύ των μεγάλων νομισμάτων. Ο δείκτης δολαρίου του Bloomberg κατέγραψε πτώση 0,7%, αντανακλώντας την αποδυνάμωση του αμερικανικού νομίσματος. Η τιμή του χρυσού αυξήθηκε κατά 1,1%, καθώς οι επενδυτές στράφηκαν στο πολύτιμο μέταλλο, το οποίο θεωρείται παραδοσιακά ασφαλές καταφύγιο σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας.
Οι αναλυτές έχουν ανάμεικτες απόψεις σχετικά με τις επιπτώσεις της υποβάθμισης, σημειώνει το Bloomberg. Ορισμένοι, θεωρούν ότι οι τρέχουσες αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων είναι σε γενικές γραμμές σύμφωνες με τα οικονομικά θεμελιώδη και ότι η υποβάθμιση αποτελεί μια καλή δικαιολογία για μια προσωρινή διόρθωση της αγοράς. Άλλοι προειδοποιούν ότι οι επιπτώσεις μπορεί να είναι πιο μακροπρόθεσμες, δεδομένου ότι ο εμπορικός πόλεμος έχει ήδη οδηγήσει πολλούς επενδυτές να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία των επενδύσεων στις ΗΠΑ και να αναζητήσουν εναλλακτικές.
Ο Μάικλ Γουίλσον της Morgan Stanley εκτιμά ότι οι επενδυτές θα πρέπει να εκμεταλλευτούν τυχόν πτώσεις στις τιμές των μετοχών που προκαλούνται από την υποβάθμιση, καθώς η περίοδος των εταιρικών αποτελεσμάτων φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί χωρίς σημαντικές επιπτώσεις από την αβεβαιότητα των δασμών.