Μπορεί στόχος της κυβέρνησης να είναι ο περιορισμός της γραφειοκρατίας και η μετάβαση στην εποχή της ψηφιακής διακυβέρνησης, όπου πράγματι έχουν γίνει σημαντικά βήματα τον τελευταίο χρόνο, ωστόσο στην αγορά ακινήτων, φαίνεται πως εξακολουθεί να “βασιλεύει” μια διαφορετική λογική, προς τέρψιν διαφόρων επαγγελματικών κλάδων.
Ένα τέτοιο πρόσφατο παράδειγμα, είναι η περαιτέρω επέκταση της χρήσης του Πιστοποιητικού Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ), ένα έγγραφο, το οποίο είναι υποχρεωτικό τα τελευταία χρόνια, σε όλες τις μεταβιβάσεις και μισθώσεις ακινήτων.
Σύμφωνα λοιπόν με πρόσφατη παρέμβαση του Υπ. Ενέργειας, από την 1η Ιανουαρίου, θα πρέπει η ενεργειακή κλάση του ακινήτου να αναγράφεται σε όλες τις αγγελίες ακινήτων. Ουσιαστικά, οι ιδιοκτήτες που ενδιαφέρονται να πουλήσουν, ή να νοικιάσουν το ακίνητό τους, θα πρέπει να μεριμνήσουν, ώστε να εκδώσουν το σχετικό πιστοποιητικό a priori, καταβάλλοντας ασφαλώς και την σχετική δαπάνη. Μέχρι πρότινος, τα απαιτούμενα έγγραφα, συνήθως συγκεντρώνονταν κατά την διαδικασία οριστικοποίησης και υπογραφής των σχετικών συμβολαίων με τον νέο ιδιοκτήτη, ή ενοικιαστή του εκάστοτε ακινήτου.
Όπως ορίζεται και στην σχετική εγκύκλιο, «από την 1η Ιανουαρίου 2021, κάθε κτίριο, ή κτιριακή μονάδα που διατίθεται προς πώληση ή προς μίσθωση, απαιτείται να έχει ήδη ΠΕΑ ώστε να δηλώνεται ο δείκτης ενεργειακής απόδοσης (ενεργειακή κατηγορία) σε όλες τις εμπορικές διαφημίσεις και καταχωρήσεις, δηλαδή σε κάθε αγγελία στον τύπο ή σε ηλεκτρονικά μέσα, όπως και σε κάθε ανάρτηση - αναφορά στα μεσιτικά γραφεία δηλώνεται με ευκρίνεια η ενεργειακή κατηγορία του κτιρίου ώστε η ενεργειακή κατάταξη της ιδιοκτησίας να αποτελεί βασικό συγκριτικό στοιχείο για την διαμόρφωση της επιλογής του ενδιαφερόμενου αγοραστή / ενοικιαστή. Τα μεσιτικά γραφεία μπορούν να αναλαμβάνουν εντολή μεσιτείας με την προϋπόθεση ότι πριν την οποιαδήποτε διαφήμιση και καταχώριση (τύπο, διαδίκτυο, ακόμη και σε αναρτήσεις και καταλόγους στην έδρα τους) θα έχουν τα στοιχεία έγκυρου ΠΕΑ. Οι διαφημιστές, οι εφημερίδες και οι ηλεκτρονικές σελίδες αγγελιών δεν θα παραλαμβάνουν αγγελίες προς δημοσίευση που δεν θα έχουν δήλωση ενεργειακής κατηγορίας».
Το ενεργειακό πιστοποιητικό θεσμοθετήθηκε το 2011, αρχικά για τα προς πώληση ακίνητα άνω των 50 τ.μ. και στη συνέχεια για το σύνολο των πωλούμενων ή προς εκμίσθωση ακινήτων, ανεξαρτήτως επιφάνειας. Ωστόσο, στην πορεία των ετών κι ενώ η αγορά κατοικίας βυθίστηκε στην κρίση και το αγοραστικό κοινό συρρικνώθηκε κατακόρυφα, η κατοχή ενός διαμερίσματος με υψηλό δείκτη ενεργειακής απόδοσης δεν ήταν εφικτό να “εξαργυρωθεί” ως προστιθέμενη αξία στην αγορά κατοικίας. Ταυτόχρονα, το σχετικό έγγραφο κατέληξε να αποτελεί μια διεκπεραιωτική διαδικασία, η οποία έφτασε να γίνεται ακόμα και διά τηλεφώνου, αντί της επιτόπιας επιθεώρησης. Ευτελίστηκε δηλαδή σε ένα ακόμα αναγκαίο έγγραφο, που πρέπει να συνοδεύει την αγοραπωλησία, ή ενοικίαση ενός ακινήτου.
Υπενθυμίζεται ότι για την έκδοση του ΠΕΑ χρειάζεται η διεξαγωγή ενεργειακής επιθεώρησης, η οποία θα υπολογίσει την ενεργειακή κλάση του ακινήτου. Η επιθεώρηση πραγματοποιείται από μηχανικούς ή αρχιτέκτονες που έχουν εγγραφεί στο Μητρώο Ενεργειακών Επιθεωρητών. Το κόστος εξαρτάται από την επιφάνεια του ακινήτου και είναι ελεύθερο προς διαπραγμάτευση με τον επιθεωρητή.
Κατά κανόνα πάντως, το σχετικό κόστος κυμαίνεται μεταξύ 200 – 300 ευρώ, ανάλογα με το ακίνητο. Το κάθε ΠΕΑ έχει διάρκεια 10 ετών, με το πέρας των οποίων θα πρέπει να ανανεωθεί. Πιστοποιητικό εκδίδεται και μετά την ολοκλήρωση κατασκευής νέου κτιρίου, ή μετά την ολοκλήρωση μιας ριζικής ανακαίνισης ακινήτου.
Επίσης, η έκδοση ΠΕΑ είναι υποχρεωτική και για κτίρια επιφάνειας άνω των 250 τ.μ. τα οποία χρησιμοποιούνται από υπηρεσίες του δημόσιου κι ευρύτερη δημόσιου τομέα, όπως υπουργεία, σχολικά συγκροτήματα, ή ακίνητα που φιλοξενούν διοικητικές υπηρεσίες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ).