Οι σημαντικές επενδύσεις των τηλεπικοινωνιακών παρόχων για την ανάπτυξη των δικτύων Νέας Γενιάς δεν αρκούν ώστε να καλύψει η Ελλάδα τη μεγάλη απόσταση που τη χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη. Μάλιστα αν δεν υπάρξουν σοβαρές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της ζήτησης, όπως το πρόγραμμα επιδότησης «γρήγορης σύνδεσης στο Διαδίκτυο» Superfast Broadband («SFBB κουπόνι»), οι επενδύσεις «θα πάνε στο βρόντο».
Το κουπόνι επιδοτεί διαδικτυακή σύνδεση υπερυψηλής ταχύτητας (άνω των 100 Mbps, με δυνατότητα αναβάθμισης στο 1 Gbps) με 13 ευρώ το μήνα, για μέγιστο διάστημα 24 μηνών, καθώς και με 48 ευρώ το εφάπαξ κόστος σύνδεσης. Παρά την αύξηση των αιτήσεων για το κουπόνι, δεν φαίνεται να αρκεί, αφού οι τιμές για τις υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο με οπτικές ίνες (FTTH / FTTB) στη χώρα μας είναι οι υψηλότερες στην Ευρώπη, σύμφωνα και με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το δείκτη Ψηφιακής Ετοιμότητας (DESI) που ανακοινώθηκε την προηγούμενη Πέμπτη.
Ο γενικός γραμματέας Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Αντώνης Τζωρτζακάκης υποστήριξε την Παρασκευή πως η κυβέρνηση κάνει αγώνα δρόμου ώστε να καλυφθεί το κενό. Δεν είναι λίγοι, όμως, εκείνοι που αναρωτιούνται αν μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι που είχε θέσει το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης για να φτάσει η Ελλάδα στο μέσο όρο της Ε.Ε. στο δείκτη DESI μέχρι το τέλος της τετραετίας.
Σήμερα η χώρα μας βρίσκεται στην προτελευταία (27η) θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τελευταία την Βουλγαρία, σύμφωνα με την τελευταία σχετική έκθεση της Κομισιόν. Μάλιστα μεταξύ 2018 και 2019 η Ελλάδα έχασε και μία θέση στην κατάταξη καθώς πρόπερυσι ήταν στην 26η θέση του δείκτη DESI. Τα επιχειρήματα του κ. Τζωρτζακάκη για τον τρόπο που δομείται ο δείκτης DESI από τις κοινοτικές υπηρεσίες, τα οποία υποτίθεται πως αδικούν την Ελλάδα, δε φαίνεται να πείθουν τις κοινοτικές υπηρεσίες που μας κατατάσσουν συνεχώς στους ουραγούς της Ευρώπης με βάση πλήθος στοιχείων. Κατά καιρούς, επίσης, οι Βρυξέλλες αλλάζουν τον τρόπο υπολογισμού του δείκτη, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να πηγαίνει ακόμα πιο κάτω στην κατάταξη, όπως συνέβη φέτος με τους δείκτες συνδεσιμότητας.
Ελάφρυνση από τα τέλη ζητούν οι εταιρείες
Για να αλλάξει η εικόνα στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υποδομών και υπηρεσιών και να πιάσουν τόπο οι μεγάλες επενδύσεις που πραγματοποιούν ορισμένοι πάροχοι θα χρειαστεί να βάλει περισσότερη πλάτη η πολιτεία, υποστηρίζουν στην αγορά. Οι επικεφαλής των εταιρειών τηλεπικοινωνιών υποστηρίζουν με κάθε ευκαιρία πως χρειάζεται πιο γενναία παρέμβαση στην πλευρά της ζήτησης, είτε με μειώσεις της φορολογίας, είτε με επιδοτήσεις.
Την ίδια στιγμή που ζητάμε από τους πολίτες να αγοράσουν πακέτα με περισσότερα δεδομένα στην κινητή και γραμμές με μεγαλύτερη ταχύτητα στην σταθερή τηλεφωνία, οι τηλεπικοινωνίες επιβαρύνονται από τρία τέλη που δύσκολα θα καταργηθούν. Πρόκειται για το τέλος κινητής τηλεφωνίας, το τέλος σταθερής τηλεφωνίας και το τέλος συνδρομητικής τηλεόρασης, που προσφέρουν σίγουρα έσοδα στο ελληνικό Δημόσιο χωρίς άγχος για τις εισπράξεις, αφού γίνονται μέσω των εταιρειών τηλεπικοινωνιών.
Η Ελλάδα, όπως παραδέχθηκε και ο κ. Τζωρτζακάκης πληρώνει την καθυστέρηση πολλών ετών στην ανάπτυξη των δικτύων οπτικών ινών μέχρι το κτίριο (FTTB / FTTH) καθώς και το γεγονός πως δεν διαθέτει δίκτυα καλωδιακής τηλεόρασης όπως πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης. Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναγνωρίζει, πάντως, πως η κάλυψη σε δίκτυα Νέας Γενιάς έχει ξεκινήσει και επεκτείνεται συνεχώς. Επιπλέον, «η ποιότητα των σταθερών δικτύων «υψηλής χωρητικότητας» είναι ιδιαίτερα υψηλή, καθώς δίνουμε οπτική ίνα με 1 Gbps σε σχεδόν 98% των περιπτώσεων» όπως είπε και ο γενικός γραμματέας Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.
Σημαντικό ρόλο στη διεύρυνση της κάλυψης των δικτύων Νέας Γενιάς, αλλά και στις καλύτερες τιμές μπορεί να παίξει το μεγάλο έργο με Σύμπραξη Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) για το Ultra Fast Brodband (UFBB). Μέσω του έργου θα καλυφθούν με δίκτυα Νέας Γενιάς περιοχές, ακόμα και στην Αθήνα, που δεν περιλαμβάνονται στα σχέδια των παρόχων καθώς θεωρήθηκαν εμπορικά μη ελκυστικές. Ο κ. Τζωρτζακάκης είπε πως στο υπουργείο θα προσπαθήσουν ώστε να συμβολαιοποιηθεί μέχρι το τέλος του έτους. Ο διαγωνισμός είναι στο στάδιο του ανταγωνιστικού διαλόγου με εννέα υποψηφίους. Ετσι ενδέχεται να βελτιωθεί και η εικόνα με τις συνδέσεις καθώς στο τέλος του έτους περίπου τρία εκατομμύρια συνδέσεις προσέφεραν ταχύτητα μέχρι 30 Mbps και μόνο 115.000 πάνω από 100 Mbps.
Για τις τιμές ο κ. Τζωρτζακάκης υποστήριξε πως «είναι ζήτημα ωριμότητας της αγοράς. Οταν πρωτολανσαρίστηκαν τα πακέτα 100 Mbps κόστιζαν 42 ευρώ και τώρα κάνουν 32 ευρώ. Όταν πρωτοβγήκε το VDSL έκανε 35 και τώρα κάνει 25 ευρώ». Όμως τόνισε πως και «οι πάροχοι πρέπει να είναι πιο δραστήριοι ώστε να ανέβουν σε ταχύτητα οι καταναλωτές».