Οι ανατιμήσεις που έχει προκαλέσει η ενεργειακή ακρίβεια και, προσφάτως, ο πόλεμος στην Ουκρανία, έχουν ήδη ροκανίσει σημαντικό μέρος της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, επισημαίνει ο Θεόδωρος Μητράκος, Διευθυντής και πρώην Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Business Daily.
Όπως επισημαίνει, έχουμε ήδη καθυστερήσει στη λήψη μέτρων στήριξης των οικονομικά ασθενέστερων, οι οποίοι επιβαρύνονται δυσανάλογα από την αναζωπύρωση του πληθωρισμού.
Σύμφωνα με τον κ. Μητράκο, η ενεργειακή απεξάρτηση της χώρας μας απαιτεί συνεχή προσπάθεια για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κλειδί προς αυτή την κατεύθυνση είναι η εξοικονόμηση ενέργειας, η οποία θα πρέπει να τεθεί ψηλά στην ατζέντα της εγχώριας οικονομικής πολιτικής και θα πρέπει να προσελκύσει ακόμη περισσότερους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προκειμένου να επιτευχθεί ταχύτερα αυτός ο κρίσιμος στόχος.
Σε ό,τι αφορά την απορρόφηση των πόρων του RRF, προειδοποιεί ότι, καθώς παρατείνονται οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών, σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές εντάσεις και την αβεβαιότητα, αυξάνεται η πιθανότητα πολλές επιχειρήσεις να αναθεωρήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια και να αναβάλουν την υλοποίησή τους. Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε καθυστερήσεις στην απορρόφηση πόρων του RRF, καθώς απαιτείται και ιδιωτική συμμετοχή.
Για τις έμμεσες επιπτώσεις από τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, ο κ. Μητράκος σημειώνει ότι οι περιορισμοί στην εφοδιαστική αλυσίδα και το αυξημένο κόστος ενέργειας θα πλήξουν κυρίως τις μικρές και πιο ευάλωτες επιχειρήσεις, καθώς είναι βέβαιο ότι οι περιορισμένες πρώτες ύλες θα κατευθυνθούν στις μεγαλύτερες και πιο εύρωστες επιχειρήσεις, δημιουργώντας νέο κύμα χρεοκοπίας κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Για τη δημοσιονομική πειθαρχία εν καιρώ κρίσης, εκτιμά ότι απαιτείται ισορροπία ανάμεσα στη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που πλήττονται από το πρωτοφανές κύμα ακρίβειας και στη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας. «Ως χώρα πρέπει να δώσουμε βαρύτητα στην ανάπτυξη και στην απορρόφηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αλλά και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής», καταλήγει.
Οι περιορισμοί στην εφοδιαστική αλυσίδα και το αυξημένο κόστος ενέργειας θα πλήξουν κυρίως τις μικρές και πιο ευάλωτες επιχειρήσεις, οι οποίες τα δύο προηγούμενα έτη επιβίωσαν με την κρατική στήριξη και τα μέτρα της πολιτείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι περιορισμένες πρώτες ύλες θα κατευθυνθούν από τους προμηθευτές της αγοράς, κατά προτεραιότητα, στις μεγαλύτερες και πιο εύρωστες επιχειρήσεις, δημιουργώντας νέο κύμα χρεοκοπίας κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
- Τους τελευταίους μήνες βιώνουμε πρωτοφανείς συνθήκες ενεργειακής ακρίβειας οι οποίες έχουν οδηγήσει σε πληθωρισμό άνω του 6% τον Ιανουάριο & τον Φεβρουάριο στην Ελλάδα. Πώς πλήττει ο πληθωρισμός τα εισοδήματα των νοικοκυριών;
Πράγματι, αυτά που βιώνουμε τους τελευταίους μήνες από την πλευρά του πληθωρισμού είναι πρωτόγνωρα. Με βάση τα επίσημα στοιχεία, οι τιμές τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο αυξήθηκαν στη χώρα μας με ετήσιο ρυθμό 6,2% και 7,2% αντίστοιχα, ενώ έχουμε και τις πρώτες εκτιμήσεις, όπως του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, για διψήφιους ρυθμούς τους επόμενους μήνες, ανάλογα με τη διάρκεια και την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, τον αντίκτυπο των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί αλλά και τον τρόπο αντίδρασης της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Γενικά, το πρόβλημα του πληθωρισμού από την ενέργεια και τις πρώτες ύλες θα παραταθεί. Η αύξηση των τιμών θα έχει μεγαλύτερη διάρκεια από όσο υπολογιζόταν αρχικά και η ισορροπία θα επέλθει σε υψηλότερο επίπεδο. Οι προσδοκίες των νοικοκυριών αναπροσαρμόζονται σταδιακά προς όλο και πιο αρνητικά σενάρια και αυτό από μόνο του, όπως γνωρίζετε, έχει πολύ μεγάλη σημασία για τις ίδιες τις εξελίξεις.
Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής είναι ότι ο πληθωρισμός δεν είναι κοινωνικά ουδέτερος, με την έννοια ότι δεν επιβαρύνει με τον ίδιο τρόπο όλα τα νοικοκυριά. Όπως έχουν δείξει πρόσφατες αναλύσεις, ο τρόπος με τον οποίο μεταβάλλονται στη χώρα μας οι τιμές των επιμέρους αγαθών και υπηρεσιών είναι σε βάρος κυρίως των οικονομικά ασθενέστερων και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, όπως είναι τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού (π.χ. άνεργοι, περιστασιακά και μερικώς απασχολούμενοι, εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό). Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλη την περίοδο της πανδημίας COVID-19 το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών αντιμετωπίζει κατά μέσο όρο περίπου 40% υψηλότερο πληθωρισμό από τον μέσο πληθωρισμό για το σύνολο του πληθυσμού. Η επιβάρυνση αυτή είναι πολύ υψηλότερη και φτάνει στο 70% όταν η σύγκριση γίνεται όχι με τον μέσο πληθωρισμό για το σύνολο του πληθυσμού, αλλά με τον πληθωρισμό που αντιμετωπίζει το 20% των πιο πλούσιων νοικοκυριών που βρίσκονται στα ανώτερα κλιμάκια της κατανομής των εισοδημάτων. Αξίζει να επισημάνουμε ότι η δυσμενής θέση των φτωχών νοικοκυριών διατηρήθηκε σε όλη την περίοδο της υγειονομικής κρίσης (από τον Μάρτιο του 2020 έως σήμερα) και γίνεται όλο και πιο δυσμενής τους τελευταίους μήνες με τις ανεξέλεγκτες πλέον αυξήσεις των τιμών της ενέργειας. Η διαπίστωση αυτή από μόνη της επιβάλλει την άμεση λήψη πρόσθετων μέτρων με κατάλληλα σχεδιασμένες παρεμβάσεις για τη στήριξη ιδιαίτερα των ευάλωτων νοικοκυριών που επιβαρύνονται δυσανάλογα από την αναζωπύρωση του πληθωρισμού. Θεωρώ ότι καθυστερήσαμε στη λήψη μέτρων στήριξης, οι ανατιμήσεις έχουν ήδη ροκανίσει σημαντικό μέρος της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, ενώ με τον ακόμη υψηλότερο πληθωρισμό των επόμενων μηνών οι επιπτώσεις θα διευρύνονται και η ανάγκη στήριξης θα αυξάνεται.
- Πόσο θα επηρεαστεί, κατά τη γνώμη σας, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2022; Πολλοί εκτιμούν ότι είναι πιθανό να μειωθεί έως και το μισό.
Όπως γνωρίζετε, για το σύνολο του 2021 ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας διαμορφώθηκε σε 8,3%. Η δυναμική αυτή που με βάση τις αρχικές εκτιμήσεις θα συνηγορούσε σε οικονομική μεγέθυνση κοντά στο 4,8% για το 2022, έχει πλέον εξασθενήσει σημαντικά, επηρεαζόμενη από τις εξαιρετικά δυσμενείς γεωπολιτικές εξελίξεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Κάθε σενάριο εκτίμησης του νέου ρυθμού ανάπτυξης περιβάλλεται πλέον από υψηλή αβεβαιότητα. Υπό αυτές τις συνθήκες, νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε ότι είναι νωρίς να εκτιμήσουμε με κάποιο βαθμό ακρίβειας τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου που συνεχίζεται στην Ουκρανία και των ανατιμήσεων στην ενέργεια. Οι πρώτες εκτιμήσεις μιλούν για επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ το 2022 κατά 1 έως 2 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ γίνονται συνεχώς δυσμενέστερες όσο διαρκούν οι πολεμικές συγκρούσεις και παρατείνεται η αβεβαιότητα. Με τα σημερινά δεδομένα και τις εκτιμήσεις που κάνουν διάφοροι φορείς φαίνεται πιο πιθανό σενάριο ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας να κυμανθεί μεταξύ 2,5% και 3,6%.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τους κύριους διαύλους μετάδοσης της τρέχουσας γεωπολιτικής κρίσης στην ελληνική οικονομία. Σε αυτή την κατεύθυνση, επιτρέψτε μου ορισμένες επισημάνσεις.
Πρώτον, η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας παραμένει πολύ υψηλή. Εισάγουμε περισσότερο από τα 2/3 της ενέργειας που καταναλώνουμε, κυρίως πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Μάλιστα, το 20% των εισαγωγών πετρελαίου και το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου είναι από τη Ρωσία. Επιπλέον, η εγχώρια παραγωγή μας είναι πολύ πιο ενεργοβόρα (σχεδόν κατά 30%) έναντι των άλλων χωρών της ευρωζώνης και αυτό κάνει την οικονομία μας πιο ευάλωτη στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας. Η εξοικονόμηση ενέργειας πρέπει να τεθεί ψηλά στην ατζέντα της οικονομικής πολιτικής στη χώρα μας. Η πίεση στις ενεργειακές τιμές θα συνεχιστεί, ενώ η ενεργειακή απεξάρτηση της χώρας μας απαιτεί συνεχή προσπάθεια για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Δεύτερον, πολύ σημαντικό είναι το «κανάλι» της εγχώριας ζήτησης. Ο υψηλός πληθωρισμός περιορίζει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, μειώνοντας την κατανάλωση που αποτελεί τη βασική συνιστώσα του ελληνικού ΑΕΠ. Επίσης, από την πλευρά της ζήτησης για επενδύσεις, καθώς παρατείνονται οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών, σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές εντάσεις και την αβεβαιότητα, αυξάνεται η πιθανότητα πολλές επιχειρήσεις να αναθεωρήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια και να αναβάλουν την υλοποίησή τους. Αυτό, δυστυχώς, μπορεί να οδηγήσει και σε καθυστερήσεις στην απορρόφηση πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εφόσον η απορρόφηση αυτή απαιτεί και ιδιωτική συμμετοχή.
Τρίτον, οι άμεσες επιπτώσεις στις εξαγωγές μας προς τη Ρωσία, αλλά και στις εισπράξεις μας από Ρώσους τουρίστες, δεν θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Μόλις το 2% των τουριστικών μας εισπράξεων προέρχεται από τη Ρωσία και την Ουκρανία. Πιο σημαντικές όμως θα είναι οι έμμεσες επιδράσεις, κυρίως από την οικονομική επιβράδυνση των βασικών μας εμπορικών εταίρων, τον περιορισμό του παγκόσμιου εμπορίου και τις διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων και βασικών εμπορευμάτων. Επιπλέον, είναι σημαντική η εξάρτηση της παραγωγής μας από πρώτες ύλες και ενδιάμεσα προϊόντα που εισάγονται από τη Ρωσία και την Ουκρανία (λιπάσματα, ζωοτροφές, άλευρα κ.λπ.). Καταγράφονται ήδη προβλήματα στην προμήθεια αυτών των πρώτων υλών.
- Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, το κύμα ακρίβειας που συνδέεται άμεσα με τις εισαγωγές ενέργειας; Υποστηρίζετε έκτακτες ενέργειες όπως η έκδοση ευρωομολόγου για τη στήριξη ενεργειών ανακούφισης καταναλωτών και επιχειρήσεων;
Εδώ τα πράγματα είναι ιδιαίτερα δύσκολα. Δεν μπορείς με δικά σου εθνικά μέτρα να αντιμετωπίσεις τον υψηλό πληθωρισμό που συνδέεται άμεσα με τις εισαγωγές ενέργειας και πρώτων υλών όταν είσαι μια χώρα ιδιαίτερα ενεργοβόρα και η παραγωγή σου χρησιμοποιεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό εισαγόμενες πρώτες ύλες. Εκείνο που πρέπει να κάνεις είναι να ξεκινήσεις μια εντατική προσπάθεια υποκατάστασης της εισαγόμενης ενέργειας και των άλλων πρώτων υλών από εγχώριες πηγές. Χρειαζόμαστε άμεσα μια δέσμη μέτρων για την ταχύτερη δυνατή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και από εισαγόμενες πρώτες ύλες. Η διαδικασία αυτή είναι σταδιακή, χρειάζεται πόρους, και παίρνει πολλά χρόνια. Η ανακατεύθυνση ακόμα περισσότερων πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης σε προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας πρέπει με κάθε τρόπο να επιδιωχθεί (ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κ.ά.).
Εκείνο όμως που προέχει αυτή τη στιγμή είναι η άμεση στήριξη της κοινωνίας, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έναντι του ενεργειακού σοκ. Η συζήτηση πρέπει να επικεντρωθεί στο πώς αντιμετωπίζουμε τις συνέπειες των ανατιμήσεων ούτως ώστε να μην προκύψουν ακόμα πιο σοβαρά κοινωνικά ζητήματα. Η εισοδηματική στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων νοικοκυριών, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος στην ενέργεια αλλά και στα είδη πρώτης ανάγκης, πρέπει να τεθεί σε άμεση προτεραιότητα. Πολλά και διαφορετικά μέτρα έχουν ήδη ανακοινωθεί από πολλές χώρες για τη στήριξη δράσεων ανακούφισης καταναλωτών και επιχειρήσεων. Δεν νομίζω ότι ο δημόσιος διάλογος θα πρέπει να εξαντλείται σε μια επιχειρηματολογία υπέρ του ενός ή του άλλου μέτρου. Είναι καλύτερα να εκτιμήσουμε με μεγαλύτερη προσοχή τους διαθέσιμους πόρους και να ενεργήσουμε άμεσα για τη στήριξη κατά προτεραιότητα αυτών που πλήττονται περισσότερο. Με ανάλογα μέτρα πρέπει να στηριχθούν και οι επιχειρήσεις που επηρεάζονται περισσότερο από το αυξημένο κόστος παραγωγής, αλλά και από τις δυσκολίες προμήθειας των πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων οι οποίες θα ενταθούν τους επόμενους μήνες. Οι περιορισμοί στην εφοδιαστική αλυσίδα και το αυξημένο κόστος ενέργειας θα πλήξουν κυρίως τις μικρές και πιο ευάλωτες επιχειρήσεις, οι οποίες τα δύο προηγούμενα έτη επιβίωσαν με την κρατική στήριξη και τα μέτρα της πολιτείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι περιορισμένες πρώτες ύλες θα κατευθυνθούν από τους προμηθευτές της αγοράς, κατά προτεραιότητα, στις μεγαλύτερες και πιο εύρωστες επιχειρήσεις, δημιουργώντας νέο κύμα χρεοκοπίας κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα ήταν ευχής έργο αν μπορούσαμε να έχουμε ένα αντίστοιχο πρόγραμμα με το SURE για την ενέργεια, να βρούμε συντονισμένα προμηθευτές πρώτων υλών ώστε να περιορίσουμε τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων ενέργειας και να διατηρήσουμε την ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες για να περιορίσουμε τις αρνητικές συνέπειες της ενεργειακής κρίσης. Η ύπαρξη ενός ανάλογου κοινού μηχανισμού που θα χρηματοδοτήσει επιδοτήσεις στην ενέργεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά και αμυντικές δαπάνες, θα βοηθήσει ιδίως χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Πορτογαλία με μεγάλο χρέος ως προς το ΑΕΠ τους.
- Πώς βλέπετε την ισορροπία μεταξύ δημοσιονομικής πειθαρχίας και κοινωνικών μέτρων στήριξης σε μια υπερχρεωμένη οικονομία όπως η δική μας;
Όπως γνωρίζετε, οι υπουργοί οικονομικών της ευρωζώνης έδωσαν πρόσφατα το πράσινο φως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει έως τα μέσα του Μαΐου την τελική εισήγησή της για την παράταση για ένα ακόμα έτος της γενικής ρήτρας διαφυγής. Προς το παρόν γνωρίζουμε ότι δεν θα ισχύσει και για το 2023 ο κανόνας της μείωσης του χρέους κατά το 1/20. Είναι θετικό το παράθυρο που ανοίγεται για πιθανή παράταση της ρήτρας διαφυγής και το 2023. Οι έκτακτες συνθήκες που ζούμε απαιτούν και έκτακτα μέτρα. Είναι καλό να έχουμε ευελιξία. Ωστόσο, δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε από τη χαλάρωση και την όποια ευελιξία των δημοσιονομικών κανόνων. Η αδιαφορία που δείξαμε για τη δημοσιονομική ισορροπία παλαιότερα μας οδήγησε ως χώρα σε πολύ δύσκολες καταστάσεις, με τρία μνημόνια και δεκαετή ύφεση με πολύ υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Οι αγορές παρακολουθούν συνεχώς το επίπεδο χρέους της κάθε χώρας, τις επιμέρους παραμέτρους της οικονομικής πολιτικής που ασκούν και αξιολογούν την κάθε χώρα ανάλογα και με αυστηρότητα. Μην ξεχνάμε ότι είμαστε η μόνη χώρα της ΕΕ χωρίς επενδυτική βαθμίδα και με το υψηλότερο χρέος. Είναι ανάγκη να ισορροπήσουμε ανάμεσα στη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που πλήττονται από το πρωτοφανές κύμα ακρίβειας και στη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας. Ως χώρα πρέπει να δώσουμε βαρύτητα στην ανάπτυξη και στην απορρόφηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αλλά και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.