Τις προβλέψεις της κυβέρνησης για την ύφεση του 2020 και την ανάκαμψη του 2021, αλλά και το μείγμα των μέτρων στήριξης που εφαρμόζονται, αμφισβητεί ο Φίλιππος Σαχινίδης, πρώην υπουργός Οικονομικών και μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του Κινήματος Αλλαγής.
Μιλώντας στο Business Daily, ο κ. Σαχινίδης εκτιμά ότι η ύφεση του 2020 θα είναι βαθύτερη από τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης και η ανάκαμψη του επόμενους έτους, ασθενέστερη, με συνέπεια να χρειασθεί να φθάσουμε στο τέλος του 2022 για να επιστρέψει η οικονομία στο σημείο που βρισκόταν στο τέλος του 2019.
Ο κ. Σαχινίδης επισημαίνει ότι τα μέτρα στήριξης που έχουν εφαρμοσθεί ως τώρα έχουν και πελατειακά χαρακτηριστικά. Τονίζει την κρισιμότητα της αξιοποίησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης χωρίς πελατειακά κριτήρια, αλλά για να ενισχυθεί η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και να αποφύγει η χώρα στο μέλλον μια νέα αμφισβήτηση της βιωσιμότητας του χρέους.
Σε ό,τι αφορά το τραπεζικό σύστημα, ο πρώην υπουργός Οικονομικών επισημαίνει οι τράπεζες έχουν περιορισμένους βαθμούς ελευθερίας στη χορήγηση πιστώσεων, επειδή φέρουν ακόμη τα βάρη της προηγούμενης κρίσης («κόκκινα» δάνεια) και υπογραμμίζει ότι το σχέδιο «Ηρακλής» δεν είναι αρκετό για να επιλυθεί το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά θα πρέπει να εξετασθεί και η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για bad bank.
Στο περιβάλλον ακραίας αβεβαιότητας που δημιουργεί η πανδημία, κύρια πηγή ανησυχίας αποτελεί το ενδεχόμενο να έχουμε βαθύτερη ύφεση φέτος και ασθενέστερη ανάκαμψη το 2021 σε σχέση με το βασικό σενάριο που είδαμε στο προσχέδιο του προϋπολογισμού. Ποια είναι η δική σας εκτίμηση;
Σε συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας όπως οι παρούσες η πραγματοποίηση αξιόπιστων εκτιμήσεων είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Για αυτό οι αποκλίσεις μεταξύ προβλέψεων και πραγματοποιήσεων μπορεί να είναι σημαντικότερες από ότι συνήθως.
Η κυβέρνηση αρχικά είχε υποστηρίξει ότι με τα μέτρα που ανακοίνωσε η ύφεση το 2020 θα έφτανε στο 4,7%. Εκ των υστέρων και χωρίς να εξηγήσει τι άλλαξε -αν δηλαδή τα μέτρα που πήρε τελικά δεν ήταν επαρκή ή τα κατάλληλα με την προβλεπόμενη επίδραση- αναθεώρησε την εκτίμησή της στο προσχέδιο του προϋπολογισμού στο 8,2%. Για το 2021 το προσχέδιο εκτιμά ανάπτυξη 7,5%. Αυτό σημαίνει ότι -κατά την εκτίμηση της- την επόμενη χρονιά θα καλυφθεί σχεδόν το σύνολο των απωλειών του 2020.
Η εκτίμηση της κυβέρνησης για το 2021 στηρίζεται σε δύο υποθέσεις. Η πρώτη υπόθεση είναι ότι η κρίση πανδημίας δεν θα επηρεάσει προς το χειρότερο την επίδοση του τελευταίου τριμήνου του 2020 και οι επιπτώσεις της θα εξαλειφθούν μέχρι το τέλος της Άνοιξης του 2021. Η δεύτερη υπόθεση είναι ότι η χώρα θα απορροφήσει έγκαιρα κατ’ ελάχιστο 4,7 δις από το Ταμείο Ανάκαμψης με αποτέλεσμα ο ρυθμός ανάπτυξης το 2021 να ενισχυθεί επιπρόσθετα κατά 2% από αυτό και μόνο.
Όμως οι δυο υποθέσεις στις οποίες εδράζεται η πρόβλεψη της κυβέρνησης για αύξηση του ΑΕΠ κατά 7,5% στο 2021, με βάση την πορεία την πανδημίας αλλά και την εμπειρία από την εκταμίευση πόρων των πολυετών δημοσιονομικών πλαισίων δύσκολα θα επιβεβαιωθούν. Ένα πιο ρεαλιστικό σενάριο είναι αυτό που εκτιμά ότι η ύφεση φέτος θα υπερβεί το 9% και πλησιάζοντας προς το τέλος του 2022 η χώρα θα επιστρέψει εκεί που ήταν το 2019.
Ασκείται από οικονομολόγους κριτική στην κυβέρνηση για το γεγονός ότι, ενώ έλαβε μέτρα στήριξης με αρκετά υψηλό κόστος για τον προϋπολογισμό, ήταν πολύ ασθενές το πακέτο μέτρων υποστήριξης της ρευστότητας των επιχειρήσεων, ενώ άλλα ευρωπαϊκά κράτη παρείχαν κρατικές εγγυήσεις πολύ μεγάλου ύψους για αυτό το σκοπό. Πώς αξιολογείτε τα μέτρα στήριξης και τα ως τώρα αποτελέσματά τους; Θα κάνατε κάτι διαφορετικό;
Τα μέτρα στήριξης της οικονομίας αξιολογούνται ως προς τη συνεισφορά τους στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκαλεί η κρίση πανδημίας. Μια αντικειμενική αξιολόγηση προϋποθέτει την ύπαρξη στόχων από την πλευρά της κυβέρνησης ως προς την πορεία του ΑΕΠ, την προστασία θέσεων εργασίας και την προστασία των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα μικρών και μικρομεσαίων που είναι περισσότερο ευάλωτες.
Με εξαίρεση τις αρχικές δηλώσεις για την εκτίμηση της ως προς τα μέτρα που ελήφθησαν για τον μετριασμό της ύφεσης, η κυβέρνηση απέφυγε να θέσει στόχο για το πόσες θέσεις εργασίας θέλει να διασώσει ή ποιες επιχειρήσεις επιδιώκει να στηρίξει και με ποια κριτήρια. Εκ των πραγμάτων λοιπόν είναι δύσκολο να γίνει μια αξιολόγηση. Επιπρόσθετα, η υγειονομική κρίση εισήλθε στο δεύτερο στάδιο και η κυβέρνηση λαμβάνει εκ νέου μέτρα που θα επηρεάσουν ακόμη περισσότερα την ύφεση το 2020.
Η επίπτωση στην απασχόληση θα γίνει ορατή όταν λήξουν τα μέτρα στήριξης. Ήδη όμως φαίνεται ότι ένα τμήμα του εργατικού δυναμικού αποσύρεται από την αναζήτηση της εργασίας δημιουργώντας μια πλασματική εικόνα για την πραγματική πορεία της ανεργίας.
Η Ελλάδα έχει περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, δεν έχει τη δυνατότητα να πάρει τα μέτρα που έχουν πάρει χώρες όπως η Γερμανία. Επομένως, εκείνο που έχει σημασία είναι τα μέτρα που λαμβάνονται να επιλέγονται με κριτήριο την πολλαπλασιαστική τους επίδραση στην οικονομία. Αυτή είναι η πρότασή μου. Εκ του αποτελέσματος πάντως προκύπτει ότι τα μέτρα που ελήφθησαν ή σχεδιάζονται δεν επελέγησαν με το κριτήριο της πολλαπλασιαστικής επίδρασης στην οικονομία αλλά με πολιτικά/πελατειακά κριτήρια.
Δεν μπορεί για παράδειγμα την ώρα που στην Ευρώπη ξεκίνησε η συζήτηση πώς θα χρηματοδοτηθούν την επόμενη ημέρα τα μεγάλα ελλείμματα της κρίσης πανδημίας και προσανατολίζονται στην αύξηση της φορολογίας εισοδήματος από το κεφάλαιο ή και την εισαγωγή φόρου πλούτου, η κυβέρνηση να προχωρά ή να σχεδιάζει μειώσεις στη φορολογία εισοδήματος από το κεφάλαιο.
Η αλλαγή των δημοσιονομικών σχεδιασμών που έφερε η πανδημία αρχίζει να δημιουργεί ανησυχίες και για τη βιωσιμότητα του χρέους. Οι σχετικές προβλέψεις του ΔΝΤ (έκθεση Fiscal Monitor) κάνουν λόγο για διατήρηση του χρέους πάνω από το 200% του ΑΕΠ για μια διετία και για σχετικά μικρά πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια. Εκτιμάτε ότι η νέα κρίση θέτει σε αμφισβήτηση τα σενάρια για τη βιωσιμότητα του χρέους, στα οποία στηρίχθηκε και η συμφωνία του 2018 με τους Ευρωπαίους;
‘Όλα θα εξαρτηθούν από το μέγεθος των ελλειμμάτων του 2020-2021, τα δημοσιονομικά ισοζύγια αλλά και τον ρυθμό ανάπτυξης των αμέσως επόμενων ετών. Αν τα επόμενα έτη περάσουμε σε μικρά έστω πρωτογενή πλεονάσματα τότε στο βαθμό που η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ θα είναι μεγαλύτερη από το ονομαστικό επιτόκιο δεν θα εγερθούν προβλήματα για την βιωσιμότητα του χρέους.
Όλα δείχνουν ότι οι κεντρικές τράπεζες σε όλον τον κόσμο τα επόμενα χρόνια θα κρατήσουν μια πιο χαλαρή στάση στη νομισματική πολιτική και αυτό θα συμβάλλει στη διατήρηση των ονοματικών επιτοκίων σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Επομένως η κρίσιμη παράμετρος είναι τα μέτρα πολιτικής για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την αναδιάρθρωσή της ώστε να περάσουμε σε διατηρήσιμα υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ. Αν η κυβέρνηση προχωρήσει σε σωστή αξιοποίηση των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές τότε δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Αν όμως καταφύγει σε πρακτικές πελατειακές, γνωστές από το παρελθόν και χαθεί η ευκαιρία να αναδιαρθρωθεί η οικονομία, μετά από μια συγκυριακή αύξηση του ΑΕΠ, κινδυνεύουμε να περάσουμε σε μακρά περίοδο χαμηλής ανάπτυξης ή στασιμότητας. Τότε εκ των πραγμάτων θα τεθεί ζήτημα βιωσιμότητας του χρέους.
Ασκείται κριτική στις τράπεζες, μεταξύ άλλων και από το υπουργείο Οικονομικών, με το επιχείρημα ότι έχουν λάβει μεγάλα ποσά ρευστότητας από την ΕΚΤ και έχουν σημαντική αύξηση καταθέσεων, αλλά δεν αυξάνουν αντίστοιχα της χορηγήσεις. Ποια είναι η άποψή της για τον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας από το τραπεζικό σύστημα;
Η αύξηση των καταθέσεων είναι συγκυριακή και σχετίζεται μεταξύ άλλων με τα μέτρα για αναστολή πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων αλλά και τον περιορισμό της κατανάλωσης εκ μέρους των νοικοκυριών. Είναι προφανές ότι υπό άλλες συνθήκες οι τράπεζες θα έπρεπε να αποτελούν μέρος της προσπάθειας επανεκκίνησης της οικονομίας με δεδομένα τα ιδιαίτερα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της. Δηλαδή μια τραπεζοκεντρική οικονομία και πλήθος πολύ μικρών επιχειρήσεων που η μόνη πηγή τους για άντληση ρευστότητας είναι οι τράπεζες.
Όμως οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να φέρουν τα βάρη της προηγούμενης κρίσης (για παράδειγμα εξακολουθούν το 2020 να έχουν το υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στην ΕΕ παρά τη σημαντική μείωση) και να κινούνται με περιορισμένους βαθμούς ελευθερίας. Τα προηγούμενα χρόνια δεν προχώρησαν οι πρωτοβουλίες για την ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και επιχειρήσεων και η παρούσα κρίση δημιουργεί μια νέα γενιά προβληματικών δανείων.
Το Κίνημα Αλλαγής έγκαιρα είχε τονίσει την ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών για τη δημιουργία μιας «κακής» τράπεζας κατά προτίμηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αν όχι τότε σε εθνικό επίπεδο. Το σχέδιο Ηρακλής δεν αρκεί για την αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων» από τη προηγούμενη κρίση. Το τελευταίο διάστημα ξεκίνησε μια συζήτηση στην Ευρώπη για συντονισμό στη δημιουργία σε εθνικό επίπεδο μιας «κακής» τράπεζας. Σχετική πρόταση έχει καταθέσει και η Τράπεζα της Ελλάδος. Αν προχωρήσουν αυτές οι πρωτοβουλίες τότε οι τράπεζες θα μπορούν να λειτουργήσουν ως αναπτυξιακός πυλώνας της οικονομίας.