Πολιτειακό και διοικητικό εκφυλισμό χαρακτήρισε τα όσα τραγικά συμβαίνουν, με τις φονικές πλημμύρες στη Θεσσαλία, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό Attica. «Τα ερωτήματα είναι πολλά», είπε. «Όπως το πώς θα αντιμετωπίσουμε τις ανάγκες των πολιτών που υποφέρουν αυτή τη στιγμή. Αλλά και ευρύτερα:
Γιατί δεν γίνεται τίποτα για την έκθεση Γκολντάμερ για την πρόληψη των πυρκαγιών στα δάση, γιατί δεν προχώρησαν τα αντιπλημμυρικά έργα - δεν είναι μυστικό πως υπάρχει δυσαρέσκεια για την Ελλάδα από πλευράς ΕΕ, καθώς όπως φαίνεται δεν λαμβάνεται υπόψη το σχετικό ευρωπαϊκό καταρτισμένο σχέδιο. Τι γίνεται με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και ποιο είναι το ύψος των πόρων που θα διατεθούν για την αποκατάσταση των καταστροφών, ποιες οι δυνατότητες επαναδιαπραγμάτευσης».
Τόνισε ότι «έχουμε μία κυβέρνηση η οποία δεν φαίνεται να έχει αγάπη για τα κοινά, για το περιβάλλον, για το δημόσιο πλούτο. Χρειαζόμαστε ένα καινούριο μπλοκ κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που να κάνει το αντίστροφο: να δείχνει έμπρακτα με σχεδιασμό, με χωροταξικό σχέδιο, με περιβαλλοντικά έργα, ότι αγαπάει το περιβάλλον, ότι έχει καταλάβει τη σημασία του δημοσίου πλούτου, ότι προσπαθεί ανά πάσα στιγμή αυτά που έχουμε κοινά να τα διατηρήσουμε, να τα βελτιώσουμε. Γιατί όταν επενδύεις σε αυτό γίνεσαι πιο πλούσιος σαν χώρα. Το κόστος είναι να μην επενδύεις και να πληρώνεις στην πορεία για την αποκατάσταση των καταστροφών».
«Πρέπει να αλλάξουμε το παράδειγμα της κοινωνίας, του κράτους, της δημόσιας διοίκησης. Πρέπει να υπάρχει σχεδιασμός για όλα, που να ενσωματώνει την περιφερειακή διάσταση. Ο κ. Μητσοτάκης έχει τεράστιες ευθύνες. Και στο διαχειριστικό αλλά και στο ιδεολογικό κομμάτι. Γιατί για χρόνια μας έλεγε πως ό,τι είναι ιδιωτικό είναι καλό και ό,τι είναι δημόσιο είναι κακό. Δίνοντας ταυτόχρονα τα περισσότερα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας σε ιδιωτικά συμφέροντα, χωρίς διαβούλευση, χωρίς συζήτηση με τις περιφέρειες, χωρίς συζήτηση με περιβαλλοντικές ομάδες. Κι εδώ, εντοπίζεται η ανάγκη αλλαγής παραδείγματος».
Επεσήμανε ότι ο χαρακτηρισμός των καταστροφών στη Θεσσαλία ως «αναποδιά» είναι πολύ κατώτερος των περιστάσεων, και δεν μπορεί να τον χρησιμοποιεί όταν έχει πλημμυρίσει ολόκληρη η Θεσσαλία. Διαφώνησε με την αντίληψη ότι είναι διαχρονικές οι ευθύνες και ότι όλα τα κόμματα, όταν είναι στην εξουσία, λένε και κάνουν τα ίδια. «Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προσπάθησε να διδαχθεί από τις εμπειρίες της διακυβέρνησης. Για τις πυρκαγιές, για παράδειγμα, βγήκε η έκθεση Γκολντάμερ. Ο κ. Μητσοτάκης και τις εκθέσεις αγνόησε, και δεν προχώρησε - όπως αποδεικνύεται - στις απαραίτητες μελέτες και τα αντιπλημμυρικά έργα, κάτι που καταδεικνύει εξάλλου και η δυσφορία της ΕΕ».
Σε σχέση με τις ευθύνες, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος επεσήμανε ότι «η κυβέρνηση της ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να δώσουν απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα. Και για τον σχεδιασμό, και για τη διαχείριση των πόρων. Έχουν τεράστιες ευθύνες, είπε, και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα είναι, θα είμαστε, πολύ επιθετικοί απέναντί τους. Ελπίζω να μην απαντήσουν και πάλι ''41%'', γιατί αυτή η στάση συνιστά εκφυλισμό της δημοκρατίας».
Συνέχισε, τονίζοντας ότι «αλλαγή παραδείγματος σημαίνει ότι θα υπάρξει μια κυβέρνηση που πιστεύει στο σχεδιασμό. Η ΝΔ πιστεύει ότι τα προβλήματα θα τα λύσουν οι αγορές. Αυτό, τόνισε, δεν πρόκειται να συμβεί. Φάνηκε στην πανδημία, στη χρηματοπιστωτική κρίση, στην κλιματική κρίση. Χρειάζεται ένα αναπτυξιακό κράτος και μία κυβέρνηση που να πιστεύει, και να επενδύει, στο δημόσιο συμφέρον. Και οι επενδύσεις στη δημόσια υγεία, στην παιδεία, στις υποδομές, κάνουν τη χώρα πλουσιότερη».
Εσωκομματικές διαδικασίες
Χαρακτήρισε μεγάλο σοκ την ήττα και την αποχώρηση του Α. Τσίπρα προσθέτοντας ότι η μέχρι στιγμής αντίδραση των οργάνων αλλά και η στάση των υποψηφίων, δημιουργεί αισιοδοξία για το μέλλον του κόμματος. «Μεταξύ των υποψηφίων», είπε, «υπάρχουν πολλά κοινά, με διαφορετικό στίγμα βέβαια, αλλά με ενωτική διάθεση. Και είναι πολύ θετικό αυτό, με ορίζοντα και το συνέδριο όπου θα συζητηθούν θέματα όπως η ταυτότητα του κόμματος, οι κοινωνικές αναφορές, ο νέος προγραμματικός λόγος».
Ανέφερε ότι «ως κόμμα πρέπει να ξέρεις ποιες είναι αξίες και οι αναλύσεις σου και πώς αυτές μετατρέπονται σε έμπρακτες πολιτικές. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά τα στοιχεία της Αριστερής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να τα βλέπει κάποιος ως δογματικές θέσεις. Αντίθετα, είναι η αφετηρία από την οποία απευθύνεται το κόμμα στον κόσμο. Και σε αυτή τη συνάντηση, θα γίνουν συνθέσεις, θα αλλάξει το κόμμα, θα αλλάξει και ο κόσμος.
Ένα κόμμα πρέπει να έχει και ιστορική μνήμη, είπε, υπενθυμίζοντας, για παράδειγμα, την ιδέα των συμμετοχικών προϋπολογισμών που είχε θέσει προς συζήτηση ο ΣΥΡΙΖΑ πριν 15-20 χρόνια. Πρόκειται για την ιδέα της εμπλοκής των πολιτών στις αποφάσεις μέσω της πρόβλεψης πχ ότι ένα κομμάτι του προϋπολογισμού της αυτοδιοίκησης θα αποφασίζεται απευθείας από τους πολίτες για το πού θα δαπανηθεί».
Σχετικά με τον τρόπο της πολιτικής αντιπαράθεσης, ανέφερε ότι «είναι ξεπερασμένος τρόπος αντιπολίτευσης το να εστιάζεις στο πρόσωπο και όχι στις πολιτικές. Γι' αυτό, τόνισε, είναι απαραίτητο να ξέρεις πού θέλεις να πας πχ στις εργασιακές σχέσεις, στο δημόσιο σύστημα υγείας, στο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο. Αν τα έχεις όλα αυτά, τότε η αντιπολίτευση έχει μεγαλύτερο βάθος, περισσότερο περιεχόμενο».
Συνέχισε τονίζοντας ότι ως πρόεδρος κόμματος ο ίδιος θα είναι πρώτος ανάμεσα σε ίσους. Αλλά και ως πρωθυπουργός, θα έχει εντελώς διαφορετικό τρόπο ηγεσίας από τον κ. Μητσοτάκη. Δεν θα ελέγχει απευθείας την ΕΡΤ και την ΕΥΠ, ούτε θα απαξιώνει το υπουργικό συμβούλιο βάζοντας υφυπουργό να ελέγχει τον υπουργό. Αυτός ο τρόπος ηγεσίας, ανέφερε, τον αφήνει παγερά αδιάφορο.
Υπεραμύνθηκε την παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, γιατί όπως είπε, είναι, μεταξύ άλλων, και ένας τρόπος να πιεστούν τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας να κατευθυνθούν αριστερότερα. Σε αυτό το πλαίσιο, τόνισε πως το ΠΑΣΟΚ έχει θολή ταυτότητα. Δεν είναι προφανής η θέση του στη συζήτηση για την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Σχετικά με τις αυτοδιοικητικές εκλογές, ανέφερε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει πολλά καλά σχήματα, και στις περιφέρειες αλλά και στους δήμους. Ωστόσο, όπως είπε, ο σχεδιασμός για τις επόμενες εκλογές θα πρέπει να ξεκινήσει την αμέσως επόμενη μέρα. Χαρακτήρισε ορόσημο τις ευρωεκλογές. Επανέλαβε, πάντως, ότι η ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα γίνει με κινήσεις εντυπωσιασμού.
«Χρειάζεται», είπε, «ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο για να ξέρεις πού θέλεις να είσαι το 2026, και άρα να ξέρεις πού θέλεις να είσαι το 2025, και το 2024. Συνεπώς, θα μπορούμε στις ευρωεκλογές να κρίνουμε αν είμαστε εκεί που θέλουμε να είμαστε. Τόνισε ότι τόσο οι συζητήσεις που θα γίνουν στο συνέδριο, όσο και η νέα συλλογική ηγεσία - την οποία ο ίδιος προτάσσει - τον κάνουν αισιόδοξο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάθε δυνατότητα για ένα θετικό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές».
Σχολιάζοντας, τέλος, την αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας, ανέφερε πως «κάθε τέτοια εξέλιξη είναι θετική για τη χώρα». Δεν έκρυψε ωστόσο την ανησυχία του για τις μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές. Και αυτό, γιατί «οι οίκοι αξιολόγησης δεν κρίνουν μόνο τις οικονομικές εξελίξεις αλλά και τις θεσμικές. Και η Ελλάδα έχει σοβαρότατα προβλήματα με τις παρακολουθήσεις, τη λειτουργία των ΜΜΕ, προβλήματα που πέρα από τα ζητήματα δημοκρατίας που εγείρουν, επηρεάζουν και την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην πορεία της ελληνικής οικονομίας».