Για δεύτερη φορά σε μια εκλογική αναμέτρηση, θα αναμετρηθούν με «έπαθλο» την ηγεσία της χώρας, ένας νυν και ένας πρώην πρωθυπουργός. Συνέβη ξανά το μακρινό 1993, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αναμετρήθηκε με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που ήταν πρωθυπουργός, παίρνοντας τη «ρεβάνς» για την απώλεια της διακυβέρνησης.
Η ιστορική αυτή αναδρομή -πέρα από την εναλλαγή στην εξουσία ενός πρώην και ενός εν ενεργεία πρωθυπουργού- δεν παραπέμπει σε τίποτε άλλο από όσα συμβαίνουν σήμερα, από τη στιγμή όπου το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στην τρίτη θέση με οριακά διψήφια ποσοστά και τα δύο κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ), μετά βίας συγκεντρώνουν μαζί κάτι παραπάνω από το 60% της εκλογικής δύναμης.
Η σύγκριση αυτή ωστόσο, αποτελεί ένα σημαντικό χαρτί στη φαρέτρα του κυβερνώντος κόμματος, στην προσπάθειά του να αναδείξει τα βασικά επιτεύγματα της ΝΔ και τις διαφορές με την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ουσιαστικά πρόκειται για την απάντηση της ΝΔ για το τι έχει υλοποιήσει σε σχέση με όσα είχε δεσμευθεί το 2019, μια σύγκριση των πεπραγμένων και άρα αξιοπιστίας απέναντι στο εκλογικό σώμα.
Εξ´ ου και τα γαλάζια στελέχη επιχειρούν να αντιστρέψουν το σύνθημα περί «αλλαγής» που ζητά ο ΣΥΡΙΖΑ, απαντώντας ότι η «αλλαγή» είναι συνυφασμένη με τη «συνέχεια» και τη «σταθερότητα». Πέρα από τη μάχη των συνθημάτων πάντως, τα κόμματα υποχρεώνονται και σε μια εκ βάθρων αλλαγή στρατηγικής, απέναντι στη δεξαμενή των ψηφοφόρων εκείνων, που αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντρώοι» και αποτελούν την… πολύφερνη νύφη της εκλογικής βραδιάς.
Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τις αναλύσεις των εταιρειών δημοσκοπήσεων, η πλειοψηφία όσων εμφανίζονται ως «αναποφάσιστοι» στις τελευταίες έρευνες, έχουν ως σημείο αναφοράς τον κεντρώο χώρο. Αυτή η επονομαζόμενη και «γκρίζα ζώνη», περιλαμβάνει και όσους κινούνται προς το λευκό, το άκυρο ή την αποχή και αγγίζει το 16,5%.
Απέναντι σε όλους αυτούς, τα δύο κόμματα εξουσίας αναζητούν πειστικές απαντήσεις, πριν εκείνοι -την τελευταία στιγμή- επιλέξουν ένα από τα υπόλοιπα κόμματα που εκπροσωπούνται παραδοσιακά στη Βουλή, ή ακολουθήσουν μια επιλογή διαμαρτυρίας ψηφίζοντας κάποιον από τους κομματικούς σχηματισμούς που βρίσκονται κάτω από το συνταγματικό όριο του 3% για την είσοδό τους στο Κοινοβούλιο.
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των επιτελείων της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ μπαίνει και η συμπεριφορά της νεολαίας και ο βαθμός συμμετοχής της στην κάλπη. Πρόκειται ουσιαστικά για την αδιευκρίνιστη ψήφο των 420.000 νέων ψηφοφόρων που εγγράφηκαν στους εκλογικούς καταλόγους το 2019 και θα ψηφίσουν στις 21 Μαΐου για πρώτη φορά.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, μόνο τυχαία δεν είναι η αναφορά του Πρωθυπουργού για τη σημαντικότητα της πρώτης ψήφου που θα καταδείξει από ποιον θέλει να κυβερνηθεί η χώρα και στην δεύτερη κάλπη του Ιουλίου, αν θα δώσει αυτοδυναμία ή θα επιβάλει μια κυβέρνηση συνεργασίας.