Πρωτοβουλίες για την ανάδειξη του αρχαιολογικού και ιστορικού πλούτου της Αρχαίας Φειάς στον κόλπο του Αγίου Ανδρέα, στην περιοχή του Κατάκολου, έχει αναλάβει ο Δήμος Πύργου, σε συνεργασία με την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού, ενώ μέσα στους στόχους που έχει θέσει είναι και η δημιουργία καταδυτικού πάρκου. Τον περασμένο Οκτώβριο πραγματοποιήθηκε η πρώτη αρχαιολογική αυτοψία, από κλιμάκιο δυτών – αρχαιολόγων, η οποία περιελάμβανε, καταδύσεις, φωτογραφική τεκμηρίωση και αεροφωτογράφιση της θαλάσσιας περιοχής, προκειμένου να υπάρξει μία πρώτη εικόνα σε σχέση με την έκταση των ορατών αρχιτεκτονικών καταλοίπων στον κόλπο.
Σύμφωνα με τον Δήμο Πύργου, «τα ευρήματα της πρώτης αυτοψίας είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ιστορική αξία και για το λόγο αυτό οι δύτες-αρχαιολόγοι ανανέωσαν πριν από λίγες ημέρες την έρευνά τους στην περιοχή». Σύμφωνα πάντα με τον δήμο, «επί μία εβδομάδα, η πενταμελής ομάδα δυτών του υπουργείου Πολιτισμού, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο, Ευστράτιο Καραγιαννάκη, προχώρησαν σε μια πιο εμπεριστατωμένη αρχαιολογική αυτοψία». Η νέα αυτοψία περιελάμβανε μεταξύ άλλων καταδύσεις και υποβρύχια φωτογραφική τεκμηρίωση, ενώ τα αποτελέσματα των ερευνών, σύμφωνα με τον δήμο, «αναμένεται να γνωστοποιηθούν το αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα».
Όπως ανέφερε, μιλώντας στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο δήμαρχος Πύργου, Παναγιώτης Αντωνακόπουλος, «είμαστε οι φυσικοί κληρονόμοι αυτού του ιστορικού και αρχαιολογικού πλούτου, κι έχουμε υποχρέωση να προστατέψουμε και να αναδείξουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά», προσθέτοντας ότι «αυτό αποτελεί μια από τις βασικότερες προτεραιότητες της δημοτικής αρχής». Παράλληλα, επεσήμανε ότι «η συγκεκριμένη περιοχή είχε άμεση σχέση με τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες, καθώς ήταν το λιμάνι που υποδεχόταν τους αθλητές» και συνέχισε: «Η περιοχή έχει σημαντικό ιστορικό ‘φορτίο’ με καταγεγραμμένες αναφορές τόσο από τον Όμηρο όσο και από άλλους ιστορικούς. Και σε συνδυασμό με την ύπαρξη του Ποντικόκαστρου ή Μπελβεντέρε ή Μποβουάρ, προσπαθούμε να την αναδείξουμε συνολικότερα».
Αναφερόμενος στις πρωτοβουλίες του δήμου για την ανάδειξη της περιοχής, ο Παναγιώτης Αντωνακόπουλος λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι, «είχαμε αρχικά αλλεπάλληλες συναντήσεις με την υπουργό Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη κι ακολούθως δρομολογήθηκε η πρώτη άφιξη στην περιοχή κλιμακίου δυτών – αρχαιολόγων». Σχετικά με τα αποτελέσματα της πρώτης αυτοψίας, ο Παναγιώτης Αντωνακόπουλος αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «είχαν σημαντικό ενδιαφέρον και ιστορική αξία και για το λόγο αυτό, οι δύτες - αρχαιολόγοι ανανέωσαν την έρευνά τους στην περιοχή επανερχόμενοι με νέα αυτοψία πέντε ημερών».
«Σε κάθε περίπτωση», όπως επισημαίνει, «η περιοχή αναδεικνύει ιστορικό, πολιτιστικό, αλλά και αναπτυξιακό ενδιαφέρον». Μιλώντας για την πρόταση του δήμου, σχετικά με την δημιουργία καταδυτικού πάρκου στην περιοχή, ο Παναγιώτης Αντωνακόπουλος λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «το καταδυτικό πάρκο αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι του θεματικού τουρισμού». Ταυτόχρονα, τονίζει ότι «όλα τα βασικά κριτήρια που προσμετρούν για τη δημιουργία του, όπως η ομαλή πρόσβαση στο σημείο της παραλίας, η γειτνίαση με τη θάλασσα, ο βυθός, η ομορφιά του τοπίου, και τα υπόλοιπα ευρήματα που υπάρχουν, θα έκαναν ακόμα περισσότερο ελκυστική για τους επισκέπτες την κατάδυση».
Μάλιστα, όπως λέει χαρακτηριστικά, «συνεχίζουμε τις κινήσεις μας και προς αυτή την κατεύθυνση, κι εκτιμώ ότι μπορούμε να έχουμε σημαντική εξέλιξη». Σύμφωνα με τον κόμβο «Οδυσσέας» του υπουργείου Πολιτισμού, «η Φειά ή Φεά, αποτελούσε κατά την αρχαιότητα σημαντικό λιμάνι, επίνειο της Πισάτιδας και όριό της με την βορείως κειμένη περιοχή της Κοίλης Ήλιδας. Όταν η Ήλιδα υπέταξε την Πίσα και τις άλλες πόλεις ως περιοίκιδες, η Φειά λειτούργησε ως το δεύτερο σε σπουδαιότητα μετά την Κυλλήνη λιμάνι του ηλειακού κράτους».
Στη βυζαντινή περίοδο, όπως περιγράφεται, «το οικοδομικό υλικό της αρχαίας ακρόπολης χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή κάστρου, στα κατώτερα μέρη της τοιχοποιίας του οποίου διατηρήθηκε το αρχαίο τείχος με εμφανή τα ίχνη επισκευής του από τους μετέπειτα (από το 1204 και εξής) φράγκους κατακτητές του». Το φρούριο, όπως προτίθεται, «είναι γνωστό στις πηγές ως Ποντικόκαστρο (πρώτη μνεία το 1111), ονομασία την οποία οφείλει κατά μια ερμηνεία στον πόντο, το προσηγορικό των θαλασσών (ποντικό, παραθαλάσσιο κάστρο) ή κατά μια άλλη εκδοχή στην ομοιότητα της κάτοψης του λόφου με ποντικό».
Σχετικά με τις έρευνες, αναφέρεται ότι «στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο αρχαιολόγος Νίκος Γιαλούρης πραγματοποίησε υποθαλάσσια και παράκτια έρευνα στον κόλπο της Φειάς, η οποία απέδωσε πλούσια και ποικίλα αρχαιολογικά ευρήματα». Σύμφωνα με αυτήν, «τα οικοδομικά λείψανα εντοπίζονται σε όλο το κόλπο, μέχρι και 200 μέτρα από την ακτή και σε βάθος μέχρι πέντε μέτρων, ενώ μεταξύ των ενάλιων αρχαίων καταλοίπων που εντοπίσθηκαν, συγκαταλέγονται πολλά αρχιτεκτονικά μέλη, όπως ορθοστάτες, σπόνδυλοι κιόνων δωρικού και ιωνικού ρυθμού, καθώς και κιονόκρανα, ορισμένα εκ των οποίων ανασύρθηκαν.
Την διαχρονικότητα της θέσης αποδεικνύει, σύμφωνα με το υπουργείο Πολιτισμού, «η εύρεση θραυσμάτων αγγείων όλων των εποχών, από τη μυκηναϊκή μέχρι την ύστερη ρωμαϊκή εποχή, τόσο εντός της θαλάσσης, όσο και στην ξηρά». Άξια αναφοράς, συνεχίζεται, «είναι τα δυο κυκλαδίτικα ειδώλια, χρονολογούμενα στα τέλη της 3ης χιλιετίας, τα οποία, όπως επισημαίνει ο Νίκος Γιαλούρης, υποδηλώνουν τη χρήση του λιμανιού ήδη από αυτή την εποχή, αλλά και τις σχέσεις της δυτικής Πελοποννήσου με το Αιγαίο και τον Κυκλαδικό Πολιτισμό, ενώ στη νησίδα «Τηγάνι» οι έρευνες απέδωσαν ευρήματα των κλασικών έως ρωμαϊκών χρόνων».