«Η κυβέρνηση ανακοίνωσε περίπου 20 ευρώ τον μήνα -για 3 μήνες- κουπόνι καυσίμων, την ώρα που η βενζίνη βρίσκεται στα 2,5 ευρώ το λίτρο στην ηπειρωτική χώρα και κοντεύει στα 3 ευρώ το λίτρο στα νησιά. Αυτή ήταν η “απάντηση” που είχε να δώσει και την οποία υποτίθεται ότι προετοίμαζε ως σωτήρια παρέμβαση», δήλωσε η, βουλευτής Επικρατείας και τομεάρχης Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Έφη Αχτσιόγλου στο Κόκκινο 105,5.
«Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση ούτε θέλει ούτε μπορεί να λύσει το γενικευμένο οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο που η ίδια έχει δημιουργήσει. Οι ευθύνες της είναι τεράστιες και η κρίση που βιώνουν οι πολίτες έχει τη σφραγίδα Μητσοτάκη λόγω των επιλογών του: ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, βίαιη απολιγνιτοποίηση, πρόσδεση στο ρωσικό φυσικό αέριο, αγνόηση του προβλήματος της ακρίβειας και μη παρέμβαση για να χτυπηθεί η αισχροκέρδεια. Το μόνο που κάνει είναι να προσπαθεί να εμφανίσει μειωμένα τα υπερκέρδη των εταιρειών παραγωγής ενέργειας μην τυχόν και φορολογηθούν», πρόσθεσε.
«Η ΝΔ έχει κάνει επιλογές χρήσης των δημοσιονομικών περιθωρίων σε κατεύθυνση που δεν αφορά τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία αλλά για να ευνοήσει ελαχίστους: μείωσε τον φόρο στα μερίσματα, μείωσε τον φόρο κερδών που ευνοεί λίγες επιχειρήσεις, ιδιωτικοποιεί την επικουρική ασφάλιση, έδωσε 7 δισ. σε απευθείας αναθέσεις», σημείωσε, υπογραμμίζοντας ότι «ο κ. Σταϊκούρας είπε πως βρήκανε δημοσιονομικό χώρο για τα επιδόματα που ανακοινώθηκαν, ο οποίος όμως προήλθε από την υπέρβαση των φορολογικών εσόδων περίπου 3 δισ. πάνω από τον στόχο στο 5μηνο. Μεγάλο μέρος αυτών οφείλεται στην αύξηση εσόδων από ΦΠΑ γιατί οι πολίτες πληρώνουν την τεράστια ακρίβεια Μητσοτάκη. Λεηλατούν δηλαδή το λαϊκό εισόδημα και μετά εμφανίζονται τιμητές λέγοντας ότι βρήκαν το περιθώριο να δώσουν βοήθημα».
Η κα Αχτσιόγλου τόνισε ότι «απαιτείται άμεσα μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα και μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα. Τα δημοσιονομικά σήμερα επιτρέπουν αυτές τις δύο παρεμβάσεις, υπάρχουν τα ταμειακά διαθέσιμα και η παράταση της ρήτρας διαφυγής και για το 2023», παράλληλα «αύξηση του κατώτατου μισθού τουλάχιστον στα 800 ευρώ και επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ώστε να αυξάνεται ο μισθός σε όλα τα επίπεδα».