Τα γερμανικά ΜΜΕ παρακολουθούν εδώ και καιρό στενά τις τελευταίες εξελίξεις στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως αναφέρει η ελληνική υπηρεσία της Deutsche Welle.
Η διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού Focus φιλοξενεί άρθρο του Ρόναλντ Μαϊνάρντους, διευθυντή του τουρκικού παραρτήματος του Ινστιτούτου Φρίντριχ Νάουμαν των Φιλελευθέρων (με έδρα την Κων/Πολη), με τίτλο: «Η ιστορική κληρονομιά περιπλέκει την κατάσταση: ο Ερντογάν πρέπει να ελπίζει στη Μέρκελ για τη διαμάχη στη Μεσόγειο». Σχολιάζοντας την πρόσφατη επίσκεψη σε Αθήνα και Άγκυρα του Χάικο Μάας, παρατηρεί: «Η προσέγγιση του Βερολίνου με μια διπλωματία του πήγαινε-έλα για το κλονισμένο νοτιοανατολικό άκρο της δυτικής Συμμαχίας δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχής. Τουλάχιστον ο Γερμανός υπουργός μπόρεσε να φύγει με μια ελάχιστη συναίνεση: Έλληνες και Τούρκοι θέλουν να συνεχίσουν να μιλούν μέσω της γερμανικής διαμεσολάβησης. Αυτά στα μέσα Αυγούστου. Έκτοτε δεν έχει επέλθει καμία βελτίωση στο μέτωπο του Αιγαίου. Αντίθετα και στις δύο πλευρές οι τόνοι έγιναν πιο έντονοι. Στην κακοφωνία συμβάλουν και τα ΜΜΕ».
Στη συνέχεια ο αρθρογράφος κάνει μια εκτενή αναφορά στις μνήμες που ξυπνούν από τις εντάσεις στις διμερείς σχέσεις που υπήρξαν στο παρελθόν, στα Ίμια το 1996 και βέβαια στο «ιστορικά χαμηλότερο σημείο» που έφτασαν ποτέ οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, το καλοκαίρι του 1974 στην Κύπρο. Και παρατηρεί: «Οι τρέχουσες εντάσεις πρέπει να εξεταστούν στο ιστορικό τους πλαίσιο. Η σκλήρυνση των μετώπων δείχνει πόσο βαθιά είναι η αντιπαλότητα. Η αδυναμία των διαμεσολαβητών να δημιουργήσουν γέφυρες και να επιτύχουν συμβιβασμούς δείχνει πόσο λίγη προσοχή έχει επιδειχθεί τις τελευταίες δεκαετίες για την εξάλειψη των αιτιών των συγκρούσεων στον κόσμο. Εδώ, η Ευρώπη και η Δύση συνολικά μοιράζονται την ευθύνη. Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός ανήκει στις περιπτώσεις "κληρονομικής έχθρας". Oι ειδικοί την συγκαταλέγουν στην ίδια κατηγορία με την αντιπαλότητα Ισραήλ-Παλαιστίνης, Πακιστάν-Ινδίας ακόμη και Γαλλίας-Γερμανίας (…) Μόνο που οι Γερμανοί και οι Γάλλοι άφησαν πίσω τους ιστορική υποθήκη και μέσα από μια αξιοθαύμαστη συμφιλίωση δημιούργησαν μια ειρηνική συνύπαρξη. Έλληνες και Τούρκοι θα μπορούσαν να επωφεληθούν σε μεγάλο βαθμό από αυτό το ιστορικό μάθημα. Όμως η πολιτική βούληση για επίτευξη μόνιμης ισορροπίας δεν είναι εμφανής.»
Η διαμεσολάβηση της Γερμανίας και η θέση της Άγκυρας
Όπως επισημαίνει ο Ρ. Μαϊνάρντους: «Στον αγώνα για εύρεση υποστηρικτών σε μια μακροπρόθεσμα διεθνοποιημένη σύγκρουση, η Αθήνα είναι ένα βήμα μπροστά. Η Άγκυρα σε μεγάλο βαθμό είναι μόνη της. Αυτή η πολιτική απομόνωση σε καμία περίπτωση δεν έχει οδηγήσει την Τουρκία σε μια επανεξέταση, συμβαίνει το αντίθετο: "Παίρνουμε αυτό που δικαιούμαστε - στη Μεσόγειο, στο Αιγαίο και στον Εύξεινο Πόντο, δεν θα κάνουμε παραχωρήσεις", δήλωσε ο Πρόεδρος Ερντογάν τέλη Αυγούστου (…) Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Τουρκία ενεργεί τώρα ως μια αναπτυσσόμενη περιφερειακή δύναμη - και δεν φοβάται να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της με άλλα μέσα πέραν της διπλωματίας.».
Από την άλλη πλευρά για την ελληνική στάση παρατηρεί σε άλλο σημείο: «Η ελληνογαλλική συμμαχία καθιστά όλο και πιο δύσκολη την αξιόπιστη διαμεσολάβηση από το ΝΑΤΟ. Τα προηγούμενα χρόνια σε αντίστοιχες περιπτώσεις ως διαμεσολαβήτρια δύναμη ενήργησαν οι ΗΠΑ. Όμως η Ουάσιγκτον έχει αποσυρθεί (…) Λαμβάνοντας υπόψη τη νέα σειρά προτεραιοτήτων της Ουάσιγκτον, οι εκκλήσεις για γερμανική διαμεσολάβηση γίνονται πιο έντονες. Το Βερολίνο αποδέχτηκε την πρόκληση. Η διευθέτηση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων αποτελεί προτεραιότητα της γερμανικής προεδρίας (…) Ωστόσο το Βερολίνο δεν μπορεί να προσφέρει απόλυτη ουδετερότητα. "Ως μέλος της ΕΕ, έχουμε την υποχρέωση να λάβουμε σοβαρά υπόψιν τα δικαιώματα της Ελλάδας και να τα υποστηρίξουμε, όπου είναι σωστά", δήλωσε η καγκελάριος. Την μεροληπτική στάση στην Άγκυρα θα ήθελαν ευχαρίστως να την αγνοήσουν. Μια ρεαλιστική εναλλακτική όμως απέναντι στη διαμεσολάβηση της Γερμανίας στη διαμάχη με τους Έλληνες δεν φαίνεται να υπάρχει. Κι αυτό επίσης το γνωρίζει ο Έρντογάν».