Η Ελλάδα έχει σημειώσει εντυπωσιακή πρόοδο, ενώ δύο φορές έφτασε κοντά στο Grexit, τονίζει η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, ενώ υπογραμμίζει ότι το τραπεζικό σύστημα έχει πλέον εξυγιανθεί και σημειώνει ως μια σαφή ένδειξη της προόδου που έχει συντελεστεί το επενδυτικό ενδιαφέρον της Unicredit για την Alpha Bank.
Η Κρ. Λαγκάρντ, μιλώντας στην «Καθημερινή της Κυριακής» και τον Αλέξη Παπαχελά υπογραμμίζει ότι διαπιστώνει βελτιώσεις στην Ελλάδα σε όλους τους τομείς (απασχόληση, ανάπτυξη, δημοσιονομική κατάσταση, δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ) και σημειώνει ότι η χώρα έχει ολοκληρώσει πολλές μεταρρυθμίσεις, αλλά πάντως πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη. Όπως τονίζει, αυτή η πρόοδος που έχει συντελεστεί δεν πέρασε απαρατήρητη από τους οίκους αξιολόγησης, που προχώρησαν σε αναβαθμίσεις: «Νομίζω ότι είναι μια τεράστια απόδειξη των προσπαθειών της χώρας», αναφέρει.
Σχετικά με το δημόσιο χρέος, αναφέρει ότι είναι περίπου 160% του ΑΕΠ σήμερα και έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια, μια τάση που πρέπει να συνεχιστεί στο μέλλον. Όπως υπογραμμίζει, η Ελλάδα έχει ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόκληση με αποφασιστικότητα και τα αποτελέσματα είναι ήδη εμφανή.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, αναφέρει ότι η Ελλάδα δύο φορές βρέθηκε κοντά στην έξοδο από την ευρωζώνη, με τη συζήτηση για δημοψήφισμα το 2011 και, πολύ περισσότερο, με το δημοψήφισμα που έγινε τον Ιούλιο του 2015. «Η απειλή ήταν πολύ πιο απτή και πολύ πιο ανησυχητική τον Ιούλιο του 2015», τονίζει, σημειώνοντας ότι αν δεν υπήρχε η αποφασιστικότητα μερικών Ευρωπαίων ηγετών, το Grexit θα είχε συμβεί.
Αναφερόμενη στα αίτια της ελληνικής κρίσης και αξιολογώντας την παρέμβαση του ΔΝΤ, η κ. Λαγκάρντ υπογραμμίζει ότι το αρχικό λάθος ήταν ότι η χώρα βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση, επειδή δεν υπήρξε δημοσιονομική πειθαρχία. Για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναφέρει ότι θα ήταν χρήσιμο να είχε μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας προγράμματα από αυτά που διαθέτει, τα οποία δεν ήταν τα καλύτερα εργαλεία για μια χώρα που βρισκόταν σε νομισματική ένωση χωρίς δημοσιονομική ένωση, ή για τη συγκεκριμένη δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας, όπως λέει χαρακτηριστικά.
Σχετικά με τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την εμπειρία της ελληνικής κρίσης, σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι στην Ελλάδα αποφάσεις πάρθηκαν, αλλά στη συνέχεια μερικές φορές αντιστράφηκαν από την επόμενη πολιτική ηγεσία, ενώ ακόμη και όταν λαμβάνονταν αποφάσεις, δεν υπήρχε η εφαρμογή και η παρακολούθηση που απαιτούνταν για να προχωρήσουν.
Για τις ελληνικές τράπεζες, η πρόεδρος της ΕΚΤ τονίζει ότι έχει γίνει πολλή δουλειά για την εξυγίανση και την ενίσχυση του τομέα, σημειώνοντας ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ήταν στο 50% των δανείων το 2016, αλλά σήμερα το ποσοστό είναι λίγο πάνω από το 8%. «Το γεγονός ότι μια μεγάλη ξένη τράπεζα ενδιαφέρεται για μια ελληνική τράπεζα είναι μια σαφής ένδειξη ότι ο τομέας έχει γίνει πιο ελκυστικός», υπογραμμίζει, αναφερόμενη στη συμφωνία της Alpha Bank με την ιταλική Unicredit.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ δηλώνει αισιόδοξη ότι το 2025 θα έχει επιτευχθεί ο στόχος της κεντρικής τράπεζας για τον πληθωρισμό (2%). Σημειώνει, όμως, ότι θα υπάρξουν επιδράσεις στο μέλλον στις τιμές των τροφίμων από την κλιματική αλλαγή. «Οι ξηρασίες, οι πλημμύρες, οι υψηλότερες θερμοκρασίες και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας πιθανότατα θα έχουν αντίκτυπο στις τιμές των τροφίμων στο μέλλον», τονίζει.