Μέτρα για τη μείωση των επιστροφών (claw back, rebate) από τη φαρμακοβιομηχανία, με επίκεντρο τον εξορθολογισμό της συνταγογράφησης φαρμάκων υπόσχεται η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας, την ώρα που από την πλευρά των φαρμακοβιομηχανιών τονίζεται ότι οι επιστροφές έχουν αυξηθεί σχεδόν κατά 600% από το 2013, ενώ το ΙΟΒΕ εκτίμησε πρόσφατα ότι το 2022, για πρώτη φορά στα χρονικά, η βιομηχανία πλήρωσε περισσότερα από το κράτος, μέσω των επιστροφών, για τη φαρμακευτική δαπάνη.
Οι επιστροφές από τη φαρμακοβιομηχανία στον κρατικό προϋπολογισμό βρέθηκαν στο επίκεντρο των χθεσινών συζητήσεων για την υγεία στο συνέδριο του Economist, με τη συμμετοχή του υπουργού Υγείας, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, του προέδρου της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), Θεόδωρου Τρύφωνα και της διοικήτριας του ΕΟΠΥΥ, Θεανώς Καρποδίνη.
Η στρέβλωση που έχει δημιουργηθεί με τις επιστροφές φθάνει πλέον σε ένα νέο ορόσημο, καθώς έχουν διογκωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε το ΙΟΒΕ να εκτιμά, σε πρόσφατη μελέτη, ότι το 2022, για πρώτη φορά, η συμμετοχή των φαρμακοβιομηχανιών στη φαρμακευτική δαπάνη θα είναι μεγαλύτερη από τη συμμετοχή του κράτους.
Όπως ανέφερε το ΙΟΒΕ, «η δημόσια χρηματοδότηση για το φάρμακο ανήλθε στα €2,6 δισεκ. το 2021, διατηρώντας τα ίδια επίπεδα με την περασμένη χρονιά, ενώ αναμένεται οριακή αύξηση της δημόσιας χρημτοδότησης στα €2,7 δισεκ. για το 2022.
Αντίθετα το ύψος των υποχρεωτικών επιστροφών που κλήθηκε να καταβάλει η φαρμακοβιομηχανία το 2021 ανήλθε στα €2,4δισ, έναντι €2,0 δισ. το 2020. Παράλληλα, και η συμμετοχή των ασθενών στα αποζημιούμενα φάρμακα καταγράφει αύξηση, η οποία εκτιμάται ότι για το 2022 θα ανέλθει στα €689εκ. Σύμφωνα με υπολογισμούς, για το 2022 και για πρώτη φορά στα χρονικά εκτιμάται ότι το σύνολο των υποχρεωτικών επιστροφών της φαρμακοβιομηχανίας θα ξεπεράσει τη δημόσια χρηματοδότηση για το φάρμακο».
Όπως φαίνεται στο γράφημα του ΙΟΒΕ, το 2022 εκτιμάται ότι η φαρμακοβιομηχανία υπολογίζεται ότι συμμετείχε με 2,888 δισ. ευρώ στη φαρμακευτική δαπάνη, μέσω των επιστροφών, ενώ η αντίστοιχη συμμετοχή του κράτους ήταν 2,666 δισ.
Φαρμακευτική δαπάνη (Δημόσια, επιστροφές βιομηχανίας και συμμετοχή ασθενών)
Η στρέβλωση που έχει δημιουργηθεί στην πορεία του χρόνου, από την εποχή της μεγάλης κρίσης έως τα τελευταία χρόνια, είναι πολύ σοβαρή, όπως επισήμανε χθες ο Θ. Τρύφων, σημειώνοντας ότι το 2013 οι φαρμακοβιομηχανίες πλήρωναν επιστροφές 400 εκατ. ευρώ και τώρα το ποσό έχει αυξηθεί στα 2,7 δισ. (μια αύξηση κατά 575%). «Αυτό είναι μια στρέβλωση, μια υπερφορολόγηση που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Πρέπει να καθιερωθεί μια ορθολογική συνταγογράφηση, ώστε να δημιουργηθεί ένα βιώσιμο μοντέλο. Είναι μια πρόκληση πάνω στην οποία δουλεύουμε», επισήμανε ο πρόεδρος της ΠΕΦ.
Υπενθυμίζεται ότι οι επιστροφές, claw back και rebate, καθιερώθηκαν στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης με την πίεση των ευρωπαϊκών Θεσμών και του ΔΝΤ, ως ένα μέτρο περιορισμού της φαρμακευτικής δαπάνης, που είχε διογκωθεί ανεξέλεγκτα στα χρόνια που προηγήθηκαν της μεγάλης οικονομικής κρίσης για να αποτελέσει μία από τις κύριες κατηγορίες δαπανών, οι οποίες προκάλεσαν την εκτίναξη του ελλείμματος και την υπερβολική διόγκωση του χρέους.
Σύμφωνα με τη φιλοσοφία του μέτρου, το κράτος θέτει έναν ετήσιο στόχο για τη φαρμακευτική δαπάνη και, αν υπάρξει υπέρβαση, τη διαφορά πληρώνουν οι φαρμακοβιομηχανίες. Το μέτρο θα λειτουργούσε αποτελεσματικά, εάν οι κυβερνήσεις κατάφερναν να συγκρατούν με ορθολογικό τρόπο τη φαρμακευτική δαπάνη, όμως αυτό ουδέποτε επιτεύχθηκε. Αντίθετα η δαπάνη ξεπερνούσε όλο και περισσότερο τους στόχους, λόγω της εισόδου νέων, ακριβών φαρμάκων και της διογκωμένης συνταγογράφησης, με αποτέλεσμα να εκτινάσσονται όλο και υψηλότερα οι επιστροφές και να φθάνουν πλέον στο σημείο να ξεπερνούν την ίδια την κρατική δαπάνη για το φάρμακο. Οι φαρμακοβιομηχανίας ήταν κερδισμένες από την υπερβολή στις δαπάνες που προηγήθηκε της μεγάλης κρίσης, αλλά σήμερα επιβαρύνονται υπερβολικά από τις επιστροφές.
Ο εξορθολογισμός της φαρμακευτικής δαπάνης θα είναι βασικό στοίχημα και για τον νέο υπουργό Υγείας, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, όπως ήταν και για τους προκατόχους του την τελευταία δεκαετία, χωρίς όμως να το κερδίσουν. Ο κ. Χρυσοχοΐδης τόνισε χθες στο συνέδριο του Economist ότι προωθείται νέα φαρμακευτική πολιτική και ενισχύεται ο ΕΟΦ.
«Η φαρμακευτική πολιτική είναι μια υπόθεση που συζητάμε δεκαετίες», ανέφερε. «Το ζήτημα είναι πως κάθε χρόνο η δαπάνη αυξάνεται. Νέα καινοτόμα φάρμακα εισάγονται στην αγορά και δεσμευόμαστε πως δεν πρόκειται να τα στερήσουμε από τους ασθενείς, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να υπάρχουν τα κριτήρια της αποτελεσματικότητας και του κόστους», πρόσθεσε, αναφερόμενος στα καινοτόμα φάρμακα που αποτελούν βασικό συντελεστή επιβάρυνσης της φαρμακευτικής δαπάνης. «Είναι πολύ μεγάλες οι αυξήσεις κάθε χρόνο λόγω της εισόδου στην χώρα αυτών των κρίσιμων θεραπειών που έρχονται. Αυτό θέλει μια διαχείριση», υπογράμμισε ο υπουργός Υγείας.
Από την πλευρά του ΕΟΠΥΥ, η Θεανώ Καρποδίνη σημείωσε με έμφαση ότι η νέα πολιτική για το φάρμακο θα υποστηριχθεί με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, ακόμη και με Τεχνητή Νοημοσύνη που θα ενταχθεί στα ηλεκτρονικά συστήματα του ΕΟΠΥΥ, με στόχο, όπως είπε να υπάρχουν και να τυγχάνουν επεξεργασίας δεδομένα σε πραγματικό χρόνο για τη συνταγογράφηση φαρμάκων και να τεθούν υπό έλεγχο οι υπερβολές. Όπως είπε, ο μηχανισμός των επιστροφών ήταν αναγκαίος για τη δημοσιονομική προσαρμογή, ήταν όμως σφάλμα να κρύβονται οι κυβερνήσεις πίσω από τον μηχανισμό και να εφαρμόζουν πολιτικές που διόγκωναν τις δαπάνες χωρίς έλεγχο.