Μια απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αυξήσει τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά θα έχει ήπιες επιπτώσεις στην συνολική κερδοφορία και τη ρευστότητα των τραπεζών της ευρωζώνης σύμφωνα με υπολογισμούς της S&P Global Ratings.
Όπως αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης, μία αύξηση των ελάχιστων αποθεματικών κατά μία ποσοστιαία μονάδα θα μπορούσε να οδηγήσει σε άμεση μείωση των κερδών προ φόρων κατά 3,3% και του δείκτη κάλυψης ρευστότητας κατά 4,7%.
Η S&P υπολογίζει ότι οι επιπτώσεις θα είναι ακόμα ηπιότερες για την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, όπου μία αύξηση στα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά κατά μία ποσοστιαία μονάδα θα προκαλέσει μείωση περίπου 2% στα κέρδη προ φόρων.
Αυτό που επισημαίνουν οι αναλυτές, όμως, είναι ότι η αύξηση των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά τα πλεονάζοντα αποθεματικά κάποιων τραπεζών, με δεδομένο ότι αυτά είναι ανομοιόμορφα μοιρασμένα στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης. Όπως σημειώνει η S&P, αυτό θα επιβαρύνει κυρίως τις μικρότερες ιταλικές τράπεζες και σε πιο περιορισμένο βαθμό, τις ελληνικές τράπεζες.
«Για αυτές τις τράπεζες, θεωρούμε ότι οι πρόσθετες ανάγκες χρηματοδότησης θα είναι διαχειρίσιμες, αλλά η μείωση των πλεονάζοντων αποθεματικών θα συνέβαλε στην κανονικοποίηση του κόστους χρηματοδότησης, την οποία ήδη βλέπουμε να συμβαίνει και περιμένουμε για το 2024», επισημαίνουν οι αναλυτές.
Σε κάθε περίπτωση, η S&P θεωρεί ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν άνετα κέρδη και επιπλέον ρευστότητα, ενώ εκτιμά ότι πιθανότατα θα λάβουν μέτρα για να περιορίσουν τις επιπτώσεις από τα υψηλότερα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά.
«Περιμένουμε ότι η ΕΚΤ θα δράσει σταδιακά και οι επιπτώσεις θα είναι διαχειρίσιμες για τις τράπεζες της Ευρωζώνης. Παρόλα αυτά, υπάρχει μία μικρή πιθανότητα η ΕΚΤ να αποφασίσει μία σημαντική σύσφιγξη της ρευστότητας των τραπεζών, αυξάνοντας για παράδειγμα τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά σε πιο περιοριστικά επίπεδα», σημειώνουν οι αναλυτές.
«Αυτό το σενάριο θα μπορούσε να φέρει προκλήσεις για τη ρευστότητα και τις συνθήκες χρηματοδότησης κάποιων τραπεζών, με δεδομένο το αδύναμο οικονομικό σκηνικό στην Ευρωζώνη και το γεγονός ότι οι συνέπειες από τις πρόσφατες αυξήσεις επιτοκίων δεν έχουν φανεί ακόμα πλήρως», προσθέτουν.