Στη χαρτογράφηση του κέντρου της Αθήνας προχώρησε ο Εμπορικός Σύλλογος Αθήνας, σε συνεργασία με το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με σκοπό να αναδυθούν οι τάσεις που διαμορφώνουν τον εμπορικό χάρτη της πρωτεύουσας αλλά και να φανούν οι περιοχές όπου απαιτείται στήριξη του εμπορίου, προκειμένου να διασωθούν τοπόσημα, ιστορικές γειτονιές αλλά και η αρχιτεκτονική κληρονομιά, μέσα από ένα αποτελεσματικό και βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης.
Μεταξύ των βασικών συμπερασμάτων που προκύπτουν από την έρευνα συμπεριλαμβάνεται η διαπίστωση ότι αρκετά καταστήματα παραμένουν κλειστά (σχεδόν ένα στα τέσσερα), εξαιτίας ιδιοκτησιακών εκκρεμοτήτων ή σε αναμονή κινήσεων εκ μέρους των επενδυτών. Κατά τα άλλα, το κέντρο της Αθήνας εξακολουθεί να παραμένει εμπορικό, με ευρύτατη ποικιλία καταστημάτων και θεματική εξειδίκευση σε επιμέρους οδούς. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των καταστημάτων ένδυσης, υπόδησης κι αξεσουάρ που επικρατούν στην οδό Ερμού σε ποσοστό 56,8%, αλλά κι όσων επιβιώνουν στην οδό Αγίου Μάρκου, όπως επίσης και των καταστημάτων λευκών ειδών κι υφασμάτων στην οδό Νικίου (25,9% των χώρων), καθώς και των εμπορικών χώρων με είδη κιγκαλερίας στην οδό Βίσσης, τα οποία καταλαμβάνουν το 40% των διαθέσιμων χώρων.
Στον αντίποδα, δεν επιβιώνουν πλέον τα καταστήματα ηλεκτρικών συσκευών στην οδό Δραγατσανίου, ενώ σε αποδρομή φαίνεται να βρίσκονται τα καταστήματα εργαλείων, κατασκευών κι οικιακού εξοπλισμού στην οδό Αθηνάς αλλά και τα εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας στις οδούς Περικλέους και Κολοκοτρώνη. Η έρευνα τον ΕΣΑ πιστοποιεί πάντως την υψηλότερη συγκέντρωση καταστημάτων ίδιας κατηγορίας σε ορισμένες οδούς, στοιχείο που προσδίδει θεματικό περιεχόμενο και ιδιαίτερο χρώμα σε συγκεκριμένους δρόμους του εμπορικού τριγώνου, τάση που αφορά και στις επιχειρήσεις εστίασης και ψυχαγωγίας. Οι τελευταίες φαίνεται να παρουσιάζουν μάλιστα βραχύτερο κύκλο ζωής από άλλες χρήσεις, με νέα καταστήματα εστίασης να ανοίγουν κι υφιστάμενα να κλείνουν με μεγαλύτερη συχνότητα.
Ενδιαφέρον έχουν πάντως και τα στατιστικά στοιχεία της έρευνας. Ειδικότερα, η κατηγορία κλειστά/κενά/αδιάθετα καταστήματα αντιπροσωπεύει το 23,3% του συνόλου, με σημαντικό μέρος αυτών ωστόσο να βρίσκονται σε φάση ανακαίνισης ή μετατροπής τους σε τουριστικά καταλύματα. Στην ίδια κατηγορία συμπεριλαμβάνονται και όσα καταστήματα ανήκουν σε μεγάλες ιδιοκτησίες, ή και κτήρια που αναμένουν τις αποφάσεις των επενδυτών. Οι άλλοτε ακμάζουσες στοές του κέντρου της Αθήνας φαίνεται να πλήττονται ιδιαιτέρως στην παρούσα φάση, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Στοά Αριστείδου όπου οι αδιάθετοι/κενοί χώροι αφορούν στο 45,8%, τη Στοά Σοφοκλέους με 38,9% και τη Στοά Λέκκα με το 33,3% να παραμένει κενό. Εξαίρεση αποτελεί η Στοά Σταδίου, όπου οι αδιάθετοι χώροι αγγίζουν μόλις το 9,1%, με το 50% των καταστημάτων εντός της να πωλούν κοσμήματα κι εκκλησιαστικά είδη.
Κατά τα λοιπά, στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας κυριαρχούν δύο χρήσεις, η λιανική πώληση ειδών ένδυσης και υπόδησης, σε ποσοστό 16,2%, και η παροχή υπηρεσιών εστίασης και διασκέδασης, σε ποσοστό 14,4%. Συνολικά τα εμπορικά καταστήματα αφορούν στο 43,7% των διαθέσιμων σημείων, ποσοστό ελαφρά μειωμένο σε σχέση με πέρσι που ήταν 46,1%, ενώ σημαντικά αυξημένο είναι το ποσοστό των τουριστικών καταλυμάτων, που πλέον αφορούν στο 4,1%, από 2,9% πέρσι.
Η έρευνα του ΕΣΑ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το θεματικό εμπόριο χρειάζεται κίνητρα για να διασωθεί, με τη διάσωσή του να κρίνεται πολύ σημαντική από ιστορικής, πολιτιστικής και κοινωνικής πλευράς. Εξίσου σημαίνουσα είναι επίσης η διάχυση της οικονομικής ωφέλειας από την λειτουργία του. Ο Εμπορικός Σύλλογος σημειώνει επίσης ότι χρειάζεται ποσόστωση ως προς την κατοχύρωση αδειών ΚΥΕ και κατάληψης δημόσιου χώρου από τραπεζοκαθίσματα, ενώ προκρίνει επίσης την εμπορική και τουριστική αξιοποίηση των εμπορικών τοποσήμων και ιστορικών κτηρίων, ζητώντας να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στους άξονες Σταδίου, Αιόλου και Αθηνάς. Η ιστορικότητα και η βιωσιμότητα της περιοχής επιβάλλουν την διατήρηση της εμπορικότητας σε συνδυασμό με την αρμονική ανάπτυξη άλλων χρήσεων, όπως η εστίαση και η φιλοξενία, καταλήγει ο ΕΣΑ.