Στα σημεία που θα πρέπει να στηριχθεί η ελληνική οικονομία στο μέλλον ώστε συνεχίσει να αναπτύσσεται τα επόμενα χρόνια, παρά το γεγονός ότι το 2023 θα επιβραδυνθεί, αναφέρεται η υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος Χριστίνα Παπακωνσταντίου με άρθρο της στην εφημερίδα «Το Βήμα». Σε αυτό επισημαίνει ότι για να διατηρηθεί η αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας απαιτείται, μεταξύ άλλων, η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού πληθωρισμού με μέτρα στήριξης στοχευμένα προς τα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, προσωρινού χαρακτήρα και προσαρμοσμένα ώστε να παρέχουν κίνητρα για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και τη μετάβαση σε μια πιο πράσινη οικονομία.
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο γνώμης της υποδιοικήτριας της Τράπεζας της Ελλάδος στην εφημερίδα το «Το Βήμα»:
H ελληνική οικονομία έχει ισχυροποιηθεί τα τελευταία χρόνια παρά τις πρωτόγνωρες εξωγενείς διαταραχές και την αβεβαιότητα. Το 2022, εν μέσω έντονων πληθωριστικών πιέσεων και επιδείνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,9% (έναντι 8,4% το 2021), με βασική συνιστώσα την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία υποστηρίχθηκε από την αναβληθείσα ζήτηση, τη χρήση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών και τα δημοσιονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Θετική συμβολή στο ρυθμό ανάπτυξης είχαν επίσης οι επιδόσεις του τουριστικού τομέα και οι επενδύσεις, υποστηριζόμενες, μεταξύ άλλων, από την αξιοποίηση των πόρων του NextGenerationEU.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η ελληνική οικονομία θα επιβραδυνθεί το 2023, αν και θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμό πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Ο πληθωρισμός αναμένεται να αποκλιμακωθεί σημαντικά το 2023, παραμένοντας ωστόσο σε σχετικά υψηλά επίπεδα.
Το επόμενο διάστημα, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να διατηρήσει ήπια δυναμική, η οποία θα επηρεάζεται από τους χαμηλούς ρυθμούς ανόδου του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών και την αύξηση των επιτοκίων, ενώ οι επενδύσεις αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα.
Για να διατηρηθεί η αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας απαιτείται, μεταξύ άλλων, η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού πληθωρισμού με μέτρα στήριξης στοχευμένα προς τα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, προσωρινού χαρακτήρα και προσαρμοσμένα ώστε να παρέχουν κίνητρα για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και τη μετάβαση σε μια πιο πράσινη οικονομία.
Παράλληλα, είναι απαραίτητη η επίδειξη σύνεσης και υπευθυνότητας στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. Το υψηλό χρέος, παρά τα ευνοϊκά του χαρακτηριστικά, δεν επιτρέπει εφησυχασμό και περιθώρια δημοσιονομικής χαλάρωσης.
Αναγκαία είναι επίσης η τήρηση των στόχων ως προς την απορρόφηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Ειδικότερα, η αξιοποίηση των πόρων από τον Μηχανισμό Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας (RRF) προϋποθέτει την έγκαιρη υλοποίηση των προβλεπόμενων επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων.
Συνολικά, η διατήρηση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής, τόσο ως προς τα δημοσιονομικά όσο και ως προς τα διαρθρωτικά μέτρα, είναι αναγκαία προϋπόθεση για να ανακτήσει η χώρα εντός του τρέχοντος έτους την επενδυτική βαθμίδα. Η εξέλιξη αυτή θα έχει σημαντικές ευεργετικές επιδράσεις στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
Πέρα από τις βραχυπρόθεσμες προκλήσεις, η επόμενη κυβέρνηση καλείται να θέσει σε εφαρμογή ένα μακρόπνοο σχέδιο πολιτικής προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι χρόνιες, διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, καθώς και σημαντικά ζητήματα που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, την τεχνολογική πρόοδο και τη γήρανση του πληθυσμού.
Παρά την πρόοδο των προηγούμενων ετών, η ελληνική οικονομία επιδεικνύει χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και ολική παραγωγικότητα, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την παραγωγική της δυνατότητα και τις προοπτικές του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, η αγορά εργασίας εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλή ανεργία, χαμηλή συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και αναντιστοιχία ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων. Παραμένουν επίσης στρεβλώσεις σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς ενέργειας.
Συνεπώς, στο επίκεντρο του σχεδίου πολιτικής δράσης της νέας κυβέρνησης θα πρέπει να βρεθεί ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Αναγκαία, μεταξύ άλλων, είναι η περαιτέρω ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και ο εκσυγχρονισμός της, η αύξηση της ταχύτητας απονομής της δικαιοσύνης, η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της ποιότητας των θεσμών διακυβέρνησης, η άρση των εμποδίων για την πρόσβαση των γυναικών στην αγορά εργασίας και η ενίσχυση του τριγώνου της γνώσης (παιδεία-έρευνα-καινοτομία). Μάλιστα, κατά τον σχεδιασμό του μεταρρυθμιστικού προγράμματος, ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να ληφθεί όσον αφορά τη χρονική αλληλουχία των διαρθρωτικών ενεργειών ώστε να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη από αυτό.
Επιπλέον, για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους είναι αναγκαίο να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την επιστροφή σε πρωτογενή, κυκλικά διορθωμένα δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξεως του 2% του ΑΕΠ. Επισημαίνεται εξάλλου ότι, εν όψει της επανεξέτασης των μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους το 2032, η Ελλάδα θα πρέπει να έχει τηρήσει όλες τις δεσμεύσεις της απέναντι στους εταίρους της, συμπεριλαμβανομένων των δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις.
Παράλληλα, είναι απαραίτητος ο μακροχρόνιος σχεδιασμός των αναγκαίων παραγωγικών δημόσιων επενδύσεων για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, καθώς και για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ενεργειακού συστήματος της χώρας. Οι επενδύσεις αυτές συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής και της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου, καθώς και στην κάλυψη του επενδυτικού κενού και στην αναβάθμιση του κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας.
Εν τέλει, η σταθερότητα στη χάραξη και στην υλοποίηση πολιτικών και η προσήλωση στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, ενισχύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, η οποία είναι αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία κάθε φιλόδοξου και δύσκολου εθνικού εγχειρήματος.