Την αγορά φωτοβολταϊκών, αλλά και τις δανειοδοτήσεις για τέτοια έργα από τράπεζες, έχει ζωντανέψει η στρατηγική στροφή της κυβερνητικής πολιτικής προς την πράσινη ανάπτυξη. Το ενδιαφέρον αφορά στα μικρά κυρίως έργα, τα λεγόμενα «500άρια», δηλαδή όσα ανήκουν στη κατηγορία των έως 500 kW, τα οποία πρόκειται να συνδεθούν στο σύστημα εντός της χρονιάς, έκαστο εκ των οποίων έχει κόστος επένδυσης γύρω στα 300.000 ευρώ.
Στελέχη της αγοράς αλλά και τραπεζικές πηγές κάνουν λόγο για ένα σημαντικό αριθμό τέτοιων προς χρηματοδότηση έργων, συνολικής ισχύος 250-300 MW, γεγονός που μεταφράζεται σε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό επενδύσεων, της τάξης των 150 εκατ. ευρώ. Εξ’ αυτών, τα περίπου 100 εκατ. ευρώ αφορούν σε τραπεζικά δάνεια, τα οποία εκ των πραγμάτων θα εκταμιευθούν φέτος.
Αν αυτό δεν συμβεί, οι επενδυτές θα χάσουν τις άδειες, καθώς τα μικρομεσαία έργα συμμετείχαν σε διαγωνισμούς και τα περισσότερα έχουν καταληκτικές προθεσμίες εντός του 2020 -άλλα με 12 μήνες προθεσμία από την έγκριση, και άλλα με 18 μήνες. Αν αυτές δεν τηρηθούν, τότε αυτόματα τα παραπάνω φωτοβολταικά χάνουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο σύστημα.
Τα μεγάλα project
Την ίδια ώρα οι μηχανές των φωτοβολταϊκών έχουν αρχίσει να ξαναζεσταίνονται, όχι μόνο σε επίπεδο μικρών επενδυτών, αλλά και ανάμεσα στους μεγάλους. Στον κύκλο αιτήσεων της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, του περασμένου Σεπτεμβρίου για παράδειγμα, τα φωτοβολταϊκά απέσπασαν τη μερίδα του λέοντος, με 82 φακέλους για άδειες παραγωγής ισχύος 1.642 MW, ενώ δεύτερα, αλλά με απόσταση, κατετάγησαν τα πολύ πιο ακριβά αιολικά, με προτάσεις για ισχύ 406 MW.
Ανάμεσα σε όσους είχαν τότε πρωταγωνιστήσει ήταν η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, με αιτήσεις για 375 MW φωτοβολταϊκών, και η εταιρεία CAΝTREVA με αιτήσεις για 413 MW φωτοβολταϊκών, μεταξύ των οποίων και ένα πολύ μεγάλο πάρκο ισχύος 200 MW στις Σέρρες, όπως και ένα ακόμη 100 MW στη Μαγνησία. Δυναμική είχε υπάρξει και η παρουσία ξένων εταιρειών, όπως η γερμανική ΑΒΟ με αιτήσεις για φωτοβολταϊκά πάρκα συνολικής ισχύος 107 MW και η πορτογαλική EDRP με αιτήσεις για φωτοβολταϊκά ισχύος 185 MW και αιολικά ισχύος 90 MW.
Τα τελευταία χρόνια τα φωτοβολταϊκά έχουν αρχίσει να ξαναπαίρνουν τα πάνω τους, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι οι επιδόσεις τους συγκρίνονται με εκείνες του παρελθόντος. Χαρακτηριστικό είναι ότι για τρεις συνεχείς χρονιές (2011-2013), η Ελλάδα βρισκόταν στο top-10 της παγκόσμιας αγοράς σε ότι αφορά στη νέα ετήσια εγκατεστημένη ισχύ. Για την επίδοσή της αυτή μάλιστα, ο τότε επικεφαλής της ΙΕΑ (Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας) είχε δώσει εύσημα στην τότε ελληνική κυβέρνηση.
Τα λάθη του παρελθόντος, οι άκριτες αποφάσεις για γενναίες επιδοτήσεις στις τιμές, η δημιουργία «φούσκας» στην αγορά ασφαλώς και έχουν στοιχίσει την τελευταία δεκαετία.
Κύριος στόχος της αγοράς φωτοβολταϊκών ήταν να πετύχει δραστική μείωση του κόστους, έτσι ώστε να μη βασίζεται σε ενισχύσεις και να μην επιβαρύνει υπέρμετρα τους καταναλωτές ενέργειας. Η αγορά κατάφερε να πετύχει το στόχο της. Ήδη από το 2013 πέτυχε τιμές που είχε υποσχεθεί για το 2020 και η μείωση των τιμών συνεχίζεται.
Ταυτόχρονα με τη μείωση του κόστους επένδυσης, είχαμε και μία σημαντική μείωση του κόστους λειτουργίας των φωτοβολταϊκών σταθμών, με αποτέλεσμα το μέσο σταθμισμένο κόστος παραγωγής από τη συγκεκριμένη τεχνολογία να είναι πλέον χαμηλότερο από το αντίστοιχο νέων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με λιγνίτη ή φυσικό αέριο.
Απλοποίηση διαδικασιών
Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί ως μοχλός περαιτέρω ανάπτυξης της αγοράς, η απλοποίηση των αδειοδοτικών διαδικασιών, με μέτρα σαν αυτά που ανακοινώθηκαν προχθές από το υπουργείο Περιβάλλοντος & Ενέργειας.
Τέτοια είναι η κατάργηση της άδειας παραγωγής και η αντικατάστασή της από μια βεβαίωση, την οποία ο επενδυτής θα παίρνει μέσα σε λίγες ημέρες από το καινούργιο ενιαίο πληροφοριακό σύστημα που δημιουργείται. Καταργείται επίσης το τέλος διακράτησης των αδειών, αλλά και η υποχρέωση να αποδείξει ο επενδυτής την χρηματοδοτική του δυνατότητα (επιστολή από τραπεζικό ίδρυμα).
Επιπλέον, έρχεται και νέα συντόμευση των διαδικασιών, καθώς πρόκειται να μεταταχθούν διάφορες κατηγορίες επενδύσεων ΑΠΕ από τις κατηγορίες περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων Α1 και Α2 στην κατηγορία Β, κάτι που συνεπάγεται ταχύτερη και γραφειοκρατικά «ελαφρύτερη» διαδικασία αδειοδότησης.
Τα φωτοβολταϊκά δείχνουν ότι έχουν όλα τα «προσόντα» να αναδειχτούν και πάλι σε πρωταθλητή τα χρόνια που έρχονται, δίχως τις ακρότητες και τις υπερβολές του παρελθόντος, και υποβοηθούμενα από τς τράπεζες, που δείχνουν να κινούνται ξανά ως προς το σκέλος των συγκεκριμένων δανειοδοτήσεων.