«Η οικονομική κατάσταση και οι προοπτικές της χώρας συνηγορούν υπέρ μιας ακόμη αναβάθμισης που υπολείπεται μέχρι το επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας». Αυτό τόνισε από το βήμα του 8ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών ο πρόεδρος της Eurobank, κ. Γιώργος Ζανιάς σε συζήτηση στο 8o Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών που πραγματοποιείται στους Δελφούς 26 - 29 Απριλίου και τελεί υπό την Αιγίδα της Α.Ε. της Προέδρου της Δημοκρατίας, κας Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Έσπευσε, πάντως, να υπενθυμίσει πως η ανάκτησή της – αν και θετική εξέλιξη – δεν αποτελεί παρά μόνο ένα κεφαλόσκαλο σε μία σκάλα που έχει πολλά σκαλοπάτια ακόμη για να φτάσει η χώρα μας στα προ κρίσης επίπεδα. «Η διατήρηση αυτής της κατάστασης και οι περαιτέρω αναβαθμίσεις σίγουρα αποτελούν μία πρόκληση», εξήγησε.
Πιο αναλυτικά, όπως ανέφερε η επενδυτική βαθμίδα χάθηκε την άνοιξη του 2010, όταν με το ξέσπασμα της κρίσης χρέους και την είσοδο της χώρας στην εποχή των μνημονίων, τελευταία η Moody’s υποβάθμισε το αξιόχρεο της χώρας κατά τέσσερις βαθμίδες σε μία ημέρα. Η χώρα δε, είχε φτάσει στη βαθμίδα Α+ πριν το ξέσπασμα της κρίσης, δηλαδή πέντε βαθμίδες πάνω από την επενδυτική βαθμίδα.
«Από τότε δεν έχουμε καταφέρει να την ανακτήσουμε, παρόλο που όλες οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης που εφάρμοσαν οικονομικά προγράμματα την έχουν ανακτήσει εδώ και καιρό και σχετικά πιο σύντομα μετά το τέλος των δικών τους μνημονίων», σημείωσε ο κ. Ζανιάς, εστιάζοντας στην κριτική που έχουν δεχθεί οι διεθνείς Οίκοι Αξιολόγησης λόγω μιας σειράς αποτυχιών να προβλέψουν τους κινδύνους που οδήγησαν σε σχετικά πρόσφατες κρίσεις.
«Δεν κατάφεραν, βέβαια, να προβλέψουν και την ελληνική κρίση, ενώ οι αγορές μέχρι το 2008 δάνειζαν στην Ελλάδα με επιτόκια παρόμοια με αυτά της Γερμανίας, αγνοώντας το διαφορετικό ρίσκο της κάθε χώρας της Ευρωζώνης», σχολίασε. Σημαντική κριτική έχει, επίσης, ασκηθεί διεθνώς στους Οίκους Αξιολόγησης πως λειτουργούν προκυκλικά, δηλαδή μετά την εκδήλωση των δυνάμεων εκείνων που οδηγούν στην επιδείνωση του αξιόχρεου μιας χώρας (όταν πρόκειται για υποβάθμιση και αντίστροφα). «Το θέμα όμως είναι πως οι αξιολογήσεις τους συνεχίζουν να επηρεάζουν επενδυτικές αποφάσεις και premia κινδύνου και γι’ αυτό είναι σημαντικές», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Eurobank, οι παράγοντες που εξετάζουν οι Οίκοι αξιολόγησης προκειμένου να προχωρήσουν σε αλλαγή της βαθμίδας είναι πολλοί και έχουν να κάνουν με το πολιτικό ρίσκο, την μακροοικονομική κατάσταση, την προοπτική της οικονομίας, την αποτελεσματικότητα μιας κυβέρνησης, τα δημόσια οικονομικά, το εξωτερικό ισοζύγιο, θεσμικούς παράγοντες.
«Με βάση αυτούς τους παράγοντες, μπορούμε να πούμε πως η οικονομική κατάσταση και οι προοπτικές της χώρας συνηγορούν υπέρ μιας ακόμη αναβάθμισης που υπολείπεται μέχρι το επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας», τόνισε, προσθέτοντας πως σίγουρα, η μη αναμενόμενη επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων στον Προϋπολογισμό στο τέλος του 2022 αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη που επιταχύνει την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Οι θετικές προοπτικές για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας επιβεβαιώθηκαν και από την πρόσφατη αξιολόγηση της Standard and Poor’s. «Πιστεύω πως ο σημαντικότερος παράγοντας που αυτή τη στιγμή επηρεάζει τον χρόνο της αναβάθμισης είναι ο πολιτικός κίνδυνος με την έννοια της αβεβαιότητας που συνοδεύει προεκλογικές περιόδους, ιδιαίτερα τις παρατεταμένες, και των δεσμεύσεων που θα αναλάβει η επόμενη κυβέρνηση», δήλωσε.
Ένας από τους παράγοντες που συνηγορούν υπέρ της αναβάθμισης σε επενδυτική βαθμίδα είναι η κατάσταση στον τραπεζικό τομέα. «Είναι πολύ χαρακτηριστική μια συζήτηση που έκανα την Άνοιξη του 2019 με την ομάδα αξιολόγησης ενός από τους τρεις κύριους Οίκους όταν με κάλεσαν σε συνάντηση προκειμένου να συζητήσουμε την κατάσταση και τις προοπτικές της χώρας.
Όταν στο τέλος της συζήτησης τους ρώτησα πότε βλέπουν την επάνοδο σε επενδυτική βαθμίδα, η απάντησή τους επικεντρώθηκε μόνο στις τράπεζες. «Έχουμε παρατηρήσει πως στις άλλες χώρες που επίσης είχαν οικονομικά προγράμματα, η ανάπτυξη επιταχύνθηκε όταν διορθώθηκαν τα προβλήματα του τραπεζικού τους τομέα», ήταν η απάντησή τους. Η σημερινή κατάσταση των τραπεζών στην Ελλάδα με μονοψήφιο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, σημαντική ρευστότητα, ισχυρή κερδοφορία και κεφάλαια, πιστεύω πως πληροί τις προϋποθέσεις που πριν τέσσερα χρόνια μου ανέφερε ο συγκεκριμένος Οίκος Αξιολόγησης», τόνισε ο κ. Ζανιάς.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Eurobank, η βελτίωση των αξιολογήσεων μιας χώρας από τους διεθνείς οίκους είναι πολύ θετική για μια χώρα επειδή:
- Επηρεάζει τον καθορισμό των επιτοκίων με τα οποία οι χώρες δανείζονται από τις διεθνείς αγορές,
- Οδηγεί σε βελτίωση των αξιολογήσεων των τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων της χώρας καθώς το sovereign rating συνήθως περιορίζει και αυτές τις αναβαθμίσεις,
- Βελτιώνει τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας με αποτέλεσμα την εισροή περισσότερων κεφαλαίων είτε μέσω του χρηματιστηρίου είτε ως Άμεσες Ξένες Επενδύσεις.
«Η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα αποτελεί σημαντικό «κεφαλόσκαλο» στην κλίμακα των αξιολογήσεων καθώς αποτελεί αλλαγή κατηγορίας στις αξιολογήσεις των Οίκων Αξιολόγησης μεταξύ «σκουπιδιών» και επενδυτικής βαθμίδας. Αυτός ο διαχωρισμός αποτελεί το όριο για την έναρξη των τοποθετήσεων κάποιων θεσμικών επενδυτών (mutual funds, sovereign funds, pension funds, κ.λπ.) σε επενδυτικά προϊόντα της χώρας καθώς επενδύουν το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των αποθεματικών τους, αρκετά τρισ., σε τίτλους με επενδυτική βαθμίδα», εξήγησε.
Ανέφερε επίσης πως «αυτό σημαίνει πως θα υπάρξει εισροή κεφαλαίων για ελληνικούς τίτλους. Επειδή το free float των ομολόγων της Ελληνικής Δημοκρατίας σε σχέση με τα κεφάλαια που θα εισρεύσουν είναι σχετικά μικρό (10-15 δισ. ευρώ – επειδή το μεγαλύτερο μέρος του χρέους είναι σε δημόσια χέρια ενώ μέρος του tradeable part είναι στην ΕΚΤ, το Κοινό Κεφάλαιο της ΤτΕ, τις τράπεζες κλπ), αναμένεται αποκλιμάκωση των spreads των ελληνικών ομολόγων.
Αυτή η εξέλιξη θα συμπαρασύρει και άλλα επιτόκια μειώνοντας το κόστος του χρήματος. Αυτή τη στιγμή το spread με το οποίο δανείζονται οι ελληνικές τράπεζες, εκδίδοντας ομόλογα κ.λπ., βρίσκεται (για έναν τίτλο πενταετίας) περίπου 350 bps πάνω από το αντίστοιχο της ελληνικής Δημοκρατίας.
Ένας από τους λόγους για το «φουσκωμένο» αυτό spread είναι και η χαμηλή επενδυτική βαθμίδα και γι’ αυτό αναμένεται να μειωθεί με την αναβάθμιση. Πχ στην Ιταλία, που βρίσκεται σε επενδυτική βαθμίδα) τα αντίστοιχα spreads είναι περίπου στα 150bps. Η μείωση των spreads Δημοκρατίας και τραπεζών αναμένεται να μειώσει κάποια κόστη στις τράπεζες (MREL κ.λπ.) και να μεταδοθεί και στα επιτόκια χορηγήσεων. Επίσης, η αναβάθμιση επηρεάζει την αξία του ενέχυρου των τραπεζών της χώρας, και το σχετικό haircut στην ΕΚΤ για την απόκτηση ρευστότητας. Συνεπώς, θα βοηθήσει και στην εξοικονόμηση ενέχυρου.
Η συγκυρία της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής καθιστά ακόμη πιο σημαντική την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας προκειμένου να μετριαστεί η επίπτωση της ανόδου των επιτοκίων στο δανεισμό του κράτους και ευρύτερα ενώ η βελτίωση της αξίας του ενεχύρου διευκολύνει την προσφυγή για ρευστότητα, η οποία περιορίζεται, στην ΕΚΤ», τόνισε ο κ. Ζανιάς και συνέχισε: «Ίσως όμως η πιο σημαντική ωφέλεια για τη χώρα μας είναι η σηματοδότηση του τέλους μιας πολύ δύσκολης περιόδου μακροχρόνιας κρίσης κατά τη διάρκεια της οποίας η χώρα μας χαρακτηριζόταν ως «ειδική περίπτωση χώρας» (special case country) με το χαμηλότερο βαθμό αξιοπιστίας στην Ευρωζώνη.
Η βελτίωση της αξιοπιστίας, η οποία σε κάποιο βαθμό έχει σταδιακά επιτευχθεί, αναμένεται να ενεργοποιήσει το πρόσθετο «αναπτυξιακό απόθεμα» της χώρας το οποίο αναδύθηκε κατά την διάρκεια της κρίσης, όπως οι πολλές προς αξιοποίηση ευκαιρίες και το νέο τοπίο μετά τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν κυρίως την περίοδο των μνημονίων. Βέβαια, αυτά σε κάποιο βαθμό έχουν προεξοφληθεί αλλά σίγουρα υπάρχουν κάποια περιθώρια ακόμη τα οποία θα εκδηλωθούν μετά την αναβάθμιση».
Ενώ η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα είναι θέμα χρόνου, μηνών παρά ετών, η διατήρηση αυτής της κατάστασης και οι περαιτέρω αναβαθμίσεις σίγουρα αποτελούν μια πρόκληση», επισήμανε ο κ. Ζανιάς. Όπως εξήγησε, «στα θετικά είναι πως η χώρα διανύει μια περίοδο ανάπτυξης γρηγορότερης από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, το οποίο αναμένεται να συνεχιστεί για τα επόμενα λίγα χρόνια λόγω του αναπτυξιακού αποθέματος που κληροδότησαν τα μνημόνια, τα πολύ σημαντικά ευρωπαϊκά κονδύλια και τη βελτίωση της αξιοπιστίας της χώρας.
Υπάρχουν όμως και σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες έχουν κύρια να κάνουν με την εξέλιξη του δημόσιου χρέους και των χαρακτηριστικών του:
- Το δημόσιο χρέος έχει ήδη φτάσει τα 400 δισ. (λίγο μικρότερο σε όρους καθαρού χρέους), όταν στο τέλος του 2009 και πριν το PSI ήταν 300 δισ.
- Τα εξαιρετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά του χρέους θα φθίνουν στο μέλλον καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση θα αυξάνει το μέσο επιτόκιο και θα μειώνει τη μέση χρονική διάρκεια του χρέους.
- Το 2032 ξεκινάει η αποπληρωμή του κεφαλαίου των δανεικών από EFSF/ESM, το οποίο θα αυξήσει σημαντικά το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
«Μόνο οι μεταρρυθμίσεις και η συνετή δημοσιονομική πολιτική μπορούν να ανανεώνουν την δυναμική για περαιτέρω αναβαθμίσεις», κατέληξε.