Το 2023 θα μπορούσε, χωρίς αμφιβολία, να αποκληθεί ως η «χρονιά του ελληνικού ελαιολάδου»! Πράγματι, η εντυπωσιακή πορεία του ελληνικού προϊόντος στις ευρωπαϊκές και γενικότερα στις διεθνείς αγορές και μάλιστα σε καλές τιμές εφέτος «γεμίζει τα ταμεία» των εξαγωγικών επιχειρήσεων.
Το πρώτο δίμηνο του έτους έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Η αξία των εξαγωγών του ελληνικού ελαιολάδου και πιο συγκεκριμένα της κατηγορίας «Λίπη – Έλαια» απογειώθηκε. Ανήλθε στα 407,2 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, έναντι 133,5 εκατ. ευρώ της αντίστοιχης περιόδου του 2022, σημειώνοντας αύξηση κατά 205%, σημειώνοντας τις υψηλότερες επιδόσεις από όλους τους εξαγωγικούς κλάδους.
Δηλαδή, εφέτος οι εξαγωγικές επιχειρήσεις εισέπραξαν 273,7 εκατ. ευρώ επιπλέον απ΄ότι πέρυσι! Αυτό βεβαίως έχει την επίπτωση στην εσωτερική αγορά, κάτι το οποίο είναι ορατό στα ράφια των σούπερ μάρκετ, αφού η τιμή του λίτρου έφτασε τα 8 ευρώ, με σημαντικό τμήμα των καταναλωτών να στρέφονται στα σπορέλαια και οι πωλήσεις του ελαιολάδου να γίνονται στην περίοδο των προσφορών.
Σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ από το ΙΕΕΣ του ΣΕΒΕ, στο πρώτο δίμηνο του έτους η αξία των ελληνικών εξαγωγών αυξήθηκε κατά 25%, ενώ των εισαγωγών κατά 0,3%, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος κατά 27,2%.
Ειδικότερα στο πρώτο δίμηνο του 2023, η αξία των εξαγωγών διαμορφώθηκε στα 8,875,5 δισ. ευρώ -κατά 1,775,8 δισ. ευρώ περισσότερα από πέρυσι. Στο ίδιο διάστημα οι εισαγωγές διατηρήθηκαν σχεδόν στα ίδια επίπεδα σε σχέση με πέρυσι –ανήλθαν στα 13,509,8 δισ. ευρώ εκατ.– κι η αύξηση τους ανήλθε μόλις στα 46 εκατ. ευρώ.
Έτσι το εμπορικό έλλειμμα από 6,364,1 δισ. ευρώ εκατ. πέρυσι μειώθηκε στα 4,634,3 δισ. ευρώ φέτος, μια μείωση κατά 27,2%. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, οι εξαγωγές ανήλθαν σε 5,792,2 δισ. ευρώ εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 11,9% - περισσότερα 614,1 εκατ. ευρώ φέτος, ενώ οι εισαγωγές ανήλθαν στα 9,348,3 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,1% - δηλαδή μόλις 99 εκατ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάπτυξη των εξαγωγών είναι σχεδόν ισόρροπη. Θετική εξέλιξη εμφάνισαν η συντριπτική πλειοψηφία των κλάδων, εκτός από δύο, των πρώτων υλών και των μη ταξινομημένων προϊόντων.
Αναλυτικότερα αύξηση κατέγραψαν οι εξαγωγές των βιομηχανικών προϊόντων κατά 1,7%, των τροφίμων κατά 9,6% -στη συγκεκριμένη κατηγορία πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν δύο γαλακτοκομικά προϊόντα, η φέτα και το γιαούρτι-, των χημικών κατά 17,7%, των μηχανημάτων και οχημάτων κατά 7,2%, διάφορων βιομηχανικών προϊόντων κατά 16%, λιπών και ελαίων κατά 205% και ποτών και καπνών κατά 28,4%.
Αντιθέτως, αρνητικά κινήθηκαν οι εξαγωγές των πρώτων υλών κατά 11,2% και των μη ταξινομημένων προϊόντων κατά 19,7%. Τα πετρελαιοειδή καταλαμβάνουν έτσι κι αλλιώς την πρώτη θέση με αύξηση κατά 57,8%, από 1,971 δισ. ευρώ στο πρώτο δίμηνο του 2022, φέτος η αξία των εξαγωγών του ανήλθε στα 3,109 δισ. ευρώ.
Οι στυλοβάτες των εξαγωγών
Όπως επισήμανε σε ανάλυσή της η Εθνική Τράπεζα, το 2022 δύο ήταν οι κατηγορίες προϊόντων που έδωσαν ισχυρή ώθηση στις εξαγωγές: το ελαιόλαδο και τα μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας, κυρίως δηλαδή ο «πράσινος» ηλεκτρολογικός εξοπλισμός:
- Το «παραδοσιακό» ελαιόλαδο (+157% σε αποπληθωρισμένους όρους, έναντι -5% στα λοιπά τρόφιμα) σκαρφάλωσε στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 6ετίας, διπλασιάζοντας το μερίδιό του στις ευρωπαϊκές εξαγωγές. Σε αυτό συντέλεσε η ευνοϊκή διεθνής συγκυρία, καθώς η αυξημένη ελληνική παραγωγή (+51% ετησίως) συνδυάστηκε με υψηλή διεθνή ζήτηση λόγω ξηρασίας και μειωμένης παραγωγής σε ανταγωνιστικές Μεσογειακές χώρες (-48% στην Ισπανία). Σημειώνεται ωστόσο, ότι το ελληνικό ελαιόλαδο συνεχίζει να χάνει σημαντική υπεραξία της τάξης των €1,3 ανά κιλό (αντιστοιχώντας σε €0,2 δισ. ετησίως) από το χαμηλό βαθμό τυποποίησης (με άνω των 2/3 να εξάγονται σε χύμα μορφή).
- Τα «έντασης τεχνολογίας» μηχανήματα (+17% σε αποπληθωρισμένους όρους) δέχονται ισχυρή ώθηση από τον «πράσινο» ηλεκτρολογικό εξοπλισμό (όπως LED και ηλεκτρικοί μετρητές), με τις ελληνικές εξαγωγές να ξεχωρίζουν σε μεγάλο εύρος προορισμών (από Βαλκάνια μέχρι Βόρεια Αμερική). Σημαντικό τμήμα αυτών παράγονται στην Ελλάδα, ενώ το υπόλοιπο προωθείται στις γειτονικές μας χώρες από ελληνικές εταιρείες που λειτουργούν ως αποκλειστικοί αντιπρόσωποι πολυεθνικών –ανάγοντας έτσι την Ελλάδα σε ρόλο περιφερειακού κέντρου, προωθώντας παράλληλα τη μεταφορά τεχνογνωσίας και ισχυροποιώντας τα εμπορικά δίκτυα στην περιοχή.