Απόλυτα έτοιμη να χρησιμοποιήσει όλα τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της προκειμένου να στηρίξει, εάν αυτό κριθεί απαραίτητο, το χρηματοπιστωτικό σύστημα της ευρωζώνης, ήταν το μήνυμα που έστειλε στις αγορές η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ.
Τόνισε ουσιαστικά ότι το 2023 δεν είναι 2008 καθώς οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν πολύ πιο ισχυρούς ισολογισμούς αλλά και η ίδια η ΕΚΤ και οι υπόλοιποι μηχανισμοί της ευρωζώνης διαθέτουν μία πολύ μεγαλύτερη γκάμα «εργαλείων» προκειμένου να παρέμβουν και να μην υπάρξουν φαινόμενα ανάλογα με αυτά που καταγράφηκαν κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Υποστήριξε ότι η σταθερότητα των τιμών και η νομισματική πολιτική δεν επηρεάζει ουσιαστικά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ότι η ΕΚΤ μπορεί να χρησιμοποιήσει ακόμη και νέα προγράμματα προκειμένου να στηρίξει τις τράπεζες, αναφέροντας το παράδειγμα του έκτακτου προγράμματος ΡΕΡΡ που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. «Είμαστε ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε τα μέσα που διαθέτουμε», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.
Επανέλαβε ότι ο βασικός στόχος της ΕΚΤ παραμένει η τιθάσευση του πληθωρισμού, ενώ τόνισε ότι οι αποφάσεις για τα επιτόκια θα λαμβάνονται βάσει των στοιχείων που θα έχει κάθε φορά στην κατοχή της η τράπεζα και θα αφορούν κατά κύριο λόγο την πορεία του πληθωρισμού τόσο του συνολικού όσο και του δομικού.
Στην εισαγωγική της ομιλία επανέλαβε ότι «παρακολουθούμε στενά τις τρέχουσες εντάσεις στην αγορά και είμαστε έτοιμοι να αντιδράσουμε όπως είναι απαραίτητο για να διατηρήσουμε τη σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ. Ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ είναι ανθεκτικός, με ισχυρή κεφαλαιακή θέση και ρευστότητα. Σε κάθε περίπτωση, η εργαλειοθήκη πολιτικής μας είναι πλήρως εξοπλισμένη για να παράσχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, εάν χρειαστεί, και να διατηρήσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής».
Σημείωσε, εκ νέου, την ανάγκη να υπάρξει άρση των μέτρων στήριξης από τις κυβερνήσεις, σημειώνοντας ότι «τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης για τη θωράκιση της οικονομίας από τις επιπτώσεις των υψηλών τιμών της ενέργειας θα πρέπει να είναι προσωρινά, στοχευμένα και προσαρμοσμένα ώστε να διατηρούν τα κίνητρα για λιγότερη κατανάλωση ενέργειας. Καθώς οι τιμές της ενέργειας πέφτουν και οι κίνδυνοι γύρω από τον ενεργειακό εφοδιασμό υποχωρούν, είναι σημαντικό να αρχίσει η άμεση και συντονισμένη κατάργηση αυτών των μέτρων. Τα μέτρα που δεν ανταποκρίνονται σε αυτές τις αρχές είναι πιθανό να αυξήσουν τις μεσοπρόθεσμες πληθωριστικές πιέσεις, γεγονός που θα απαιτούσε ισχυρότερη αντίδραση της νομισματικής πολιτικής.
Επιπλέον, σύμφωνα με το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και όπως αναφέρεται στις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 8ης Μαρτίου 2023, οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να είναι προσανατολισμένες στο να καταστήσουν την οικονομία μας πιο παραγωγική και να μειώσουν σταδιακά το υψηλό δημόσιο χρέος. Οι πολιτικές για την ενίσχυση της ικανότητας προσφοράς της ζώνης του ευρώ, ιδίως στον τομέα της ενέργειας, μπορούν να συμβάλουν στη μεσοπρόθεσμη μείωση των πιέσεων στις τιμές. Για τον σκοπό αυτό, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εφαρμόσουν γρήγορα τα επενδυτικά και διαρθρωτικά μεταρρυθμιστικά τους σχέδια στο πλαίσιο του προγράμματος της ΕΕ επόμενης γενιάς. Η μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ θα πρέπει να ολοκληρωθεί γρήγορα».
Η απόφαση της ΕΚΤ
Στην προαναγγελθείσα αύξηση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, ανεξάρτητα από τα προβλήματα τόσο στις αμερικανικές τράπεζες όσο και στην Credit Suisse, προχωρά η ΕΚΤ, τονίζοντας ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ οι επόμενες αυξήσεις επιτοκίων θα εξαρτηθούν από την πορεία των στοιχείων που θα έχει στην κατοχή της.
Σε πλήρη, λοιπόν, αντίθεση με την ανακοίνωση μετά τη συνεδρίαση του Φεβρουαρίου η ΕΚΤ δεν προαναγγέλλει τις επόμενες κινήσεις της, με τις αγορές να εκτιμούν ότι το πιθανότερο είναι πως οι επόμενες αυξήσεις θα είναι της τάξης του 0,25%, εκτός φυσικά εάν υπάρξει κάποιο απρόοπτο.
Μετά και τη σημερινή αύξηση το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων διαμορφώνονται σε 3,50%, 3,75% και 3,00% αντίστοιχα, με ισχύ από τις 22 Μαρτίου 2023.
Παράλληλα η ΕΚΤ αφήνει να εννοηθεί ότι έως ένα βαθμό θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να στηρίξει το τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης, τονίζοντας στην ανακοίνωσή της ότι «το Διοικητικό Συμβούλιο παρακολουθεί στενά τις τρέχουσες εντάσεις στην αγορά και είναι έτοιμο να αντιδράσει, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο, για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ. Ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ είναι ανθεκτικός, με ισχυρή κεφαλαιακή θέση και ρευστότητα. Σε κάθε περίπτωση, η εργαλειοθήκη πολιτικής της ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη ώστε να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, αν χρειαστεί, και να διατηρεί την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής».
Οι εκτιμήσεις για ανάπτυξη - πληθωρισμό
Επιπρόσθετα δημοσιοποιούνται και οι νέες εκτιμήσεις για την πορεία ανάπτυξης και πληθωρισμού. Βάσει αυτών οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ αναμένουν ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 5,3% το 2023, στο 2,9% το 2024 και στο 2,1% το 2025. Ταυτόχρονα, οι υποκείμενες πιέσεις στις τιμές παραμένουν ισχυρές. Ο δομικός πληθωρισμός (χωρίς την ενέργεια και τα τρόφιμα) συνέχισε να αυξάνεται τον Φεβρουάριο και οι επιτελείς της ΕΚΤ αναμένουν ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 4,6% το 2023, δηλαδή υψηλότερα από ό,τι προέβλεπαν οι προβολές του Δεκεμβρίου. Στη συνέχεια, αναμένεται να υποχωρήσει στο 2,5% το 2024 και στο 2,2% το 2025, καθώς οι ανοδικές πιέσεις από τα σοκ της προσφοράς του παρελθόντος και την επαναλειτουργία της οικονομίας εξασθενούν και καθώς η αυστηρότερη νομισματική πολιτική περιορίζει όλο και περισσότερο τη ζήτηση.
Οι βασικές προβολές για την ανάπτυξη το 2023 έχουν αναθεωρηθεί προς τα πάνω σε 1,0% κατά μέσο όρο, ως αποτέλεσμα τόσο της μείωσης των τιμών της ενέργειας όσο και της μεγαλύτερης ανθεκτικότητας της οικονομίας στο δύσκολο διεθνές περιβάλλον. Στη συνέχεια, οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ αναμένουν ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί περαιτέρω, στο 1,6%, τόσο το 2024 όσο και το 2025, υποστηριζόμενη από μια εύρωστη αγορά εργασίας, τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και την ανάκαμψη των πραγματικών εισοδημάτων. Ταυτόχρονα, η ανάκαμψη της ανάπτυξης το 2024 και το 2025 είναι ασθενέστερη από ό,τι προβλεπόταν τον Δεκέμβριο, λόγω της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής.