Τις υψηλότερες τιμές χονδρικής ρεύματος ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ και από τις υψηλότερες στην Ευρώπη παρουσίασε η Ελλάδα το διάστημα 2021 - 2022, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ που δημοσιεύθηκε χθες. Σημειώνοντας την περιορισμένη ανταγωνιστικότητα στη λιανική αγορά ενέργειας της χώρας και το υψηλό κόστος που καλούνται να πληρώσουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις για τις ενεργειακές τους ανάγκες, ο ΟΟΣΑ υπογραμμίζει την αντίθεσή του με τις οριζόντιες επιδοτήσεις που έχει επιλέξει η κυβέρνηση.
Ειδικότερα, ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του σημειώνει πως μία πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των υψηλών τιμών ενέργειας είναι οι εισοδηματικές ενισχύσεις με μορφή επιδομάτων στους οικονομικά ασθενέστερους και όχι οριζόντια, προκειμένου οι καταναλωτές να λάβουν ενισχύσεις για να κατευθυνθούν προς πιο «πράσινες» επιλογές καυσίμων αλλά και στην εξοικονόμηση ενέργειας, ενώ υποστήριξε πως θα πρέπει να αφαιρεθούν οι άσχετες με την ενέργεια χρεώσεις από τα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος.
Υπενθυμίζεται ότι τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει η λογική των οριζόντιων επιδοτήσεων είχε σημειώνει η Κομισιόν τον περασμένο Σεπτέμβριο όταν σχεδιαζόταν, τότε, το μοντέλο για το πλαφόν στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που δε βασίζονται στο φυσικό αέριο με τα έσοδα του μέτρου να κατευθύνονται στη στήριξη των καταναλωτών απέναντι στις αυξήσεις των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, σε έγγραφο που είχε διαρρεύσει σε μεγάλα δημοσιογραφικά πρακτορεία η ίδια η Κομισιόν ανέφερε πως μία τέτοια στρατηγική δεν μπορεί να οδηγήσει σε οριστική λύση στο ενεργειακό και οικονομικό πρόβλημα της Ευρώπης αλλά θα περιορίσει βραχυπρόθεσμα τις αυξήσεις. Όπως ανέφερε η Κομισιόν, τα μέτρα αυτά «μπορούν να συμβάλουν στην άμβλυνση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, ιδίως όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες καταναλωτών, αλλά δε θα επαναφέρουν τις τιμές της ενέργειας στα προ της κρίσης επίπεδα ούτε θα εξαλείψουν τις σημαντικές επιπτώσεις της κρίσης τόσο στον πληθωρισμό όσο και στην ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της».
Σε αντίστοιχη λογική, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε συμβουλεύσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να διατηρήσουν το δίχτυ ασφαλείας μόνο για τα φτωχότερα νοικοκυριά περνώντας το πραγματικό ενεργειακό κόστος στους καταναλωτές προκειμένου να ενθαρρύνουν την «εξοικονόμηση ενέργειας». Όπως είχε μάλιστα δηλώσει η Oya Celasun, υψηλόβαθμο στέλεχος του ευρωπαϊκού τμήματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι χώρες που έχουν προχωρήσει σε επιδοτήσεις, ελέγχους τιμών και φορολογικές μειώσεις «θα πρέπει να επιτρέψουν την πλήρη αύξηση του κόστους των καυσίμων να περάσει στους τελικούς χρήστες για να ενθαρρύνουν την εξοικονόμηση ενέργειας και την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων».
«Φωτιά» το ρεύμα στην Ελλάδα
Τα νοικοκυριά με εισόδημα κάτω των 1.100 ευρώ κατευθύνουν κατά μέσο όρο το 7% του εισοδήματός τους στην αποπληρωμή λογαριασμών ενέργειας ενώ για τις υψηλότερες εισοδηματικά κλίμακες, όπως για πάνω από 3.500 ευρώ το ποσοστό αυτό πέφτει κάτω από το 4%.
Σύμφωνα με την έκθεση η Ελλάδα ήταν πρωταγωνίστρια ανάμεσα στις ακριβότερες χώρες στη χονδρική ρεύματος ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ αλλά και στην Ευρώπη ως αποτέλεσμα της υψηλής εξάρτησης του μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο. Ωστόσο, πέραν αυτού, η έκθεση διαπιστώνει έλλειμμα ανταγωνισμού και περιορισμένη ανεξαρτησία στη ΡΑΕ. «Σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ οι πιο ανεξάρτητες και καλά διοικούμενες ρυθμιστικές αρχές συνδέονται με αποφάσεις που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό, τις καλύτερες αποφάσεις των επιχειρήσεων και τις περισσότερες επενδύσεις σε δίκτυα» σημειώνει χαρακτηριστικά η έκθεση. Παράλληλα, τονίζει ότι η χώρα υστερεί στις μετακινήσεις καταναλωτών από πάροχο σε πάροχο λιανικής συγκριτικά με άλλες χώρες ενώ υπογραμμίζει την υψηλή συγκέντρωση στη λιανική.
Σε ό,τι αφορά την αγορά των ΑΠΕ ο ΟΟΣΑ εντοπίζει υστέρηση της χώρας στην αύξηση του μεριδίου της ηλεκτρικής ενέργειας σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, αν και σημειώνει πως ήταν πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι χρειάζεται αύξηση κατά τέσσερις φορές στις επενδύσεις συγκριτικά με την περασμένη δεκαετία καθώς και περισσότερα έργα για την ενίσχυση των δικτύων προκειμένου να «πιάσει» η χώρα τους «πράσινους» στόχους που έχει θέσει.