Κατά 5% έχουν μειωθεί την τελευταία διετία οι τιμές στις τηλεπικοινωνίες και αποτελούν τη μοναδική κατηγορία προϊόντων και υπηρεσιών όπου η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει μείωση, έστω και από υψηλή βάση, αφού οι τιμές στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Όμως, το 2023 φαίνεται ότι το σκηνικό αλλάζει, καθώς οι πάροχοι αρχίζουν να εξετάζουν αυξήσεις στις χρεώσεις, επειδή δεν μπορούν να απορροφήσουν άλλο τις αυξήσεις των συντελεστών κόστους.
Το ενεργειακό κόστος, οι ευρύτερες πιέσεις από τον πληθωρισμό και η αναμενόμενη αύξηση του μισθολογικού κόστους, σε συνδυασμό με τη στασιμότητα των εσόδων εδώ και αρκετά χρόνια, οδηγούν τις εταιρείες σε αυξήσεις τιμολογίων. Επιπλέον, με τις φορολογικές επιβαρύνσεις που υφίστανται οι τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες «είναι αδύνατο οι τιμές να πάνε χαμηλότερα», όπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς.
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Vodafone Ελλάδας, Χάρης Μπρουμίδης σημείωσε χθες πως μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπισε ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών τη φετινή χρονιά και πρόκειται να αντιμετωπίσει και το 2023 ακόμα πιο έντονα είναι το κόστος λειτουργίας, χωρίς να αποκλείει το ενδεχόμενο να αυξηθούν οι τιμές.
Ο κ. Μπρουμίδης ανέφερε χαρακτηριστικά: «πιστεύω πως πρέπει να υπάρξουν αυξήσεις. Ωστόσο αν θα γίνουν τελικά δεν το γνωρίζω», σημειώνοντας ότι αναζητούνται λύσεις από την εταιρεία ώστε να αντιμετωπιστεί το αυξανόμενο κόστος χωρίς να το μετακυλήσει στους καταναλωτές.
«Οι τηλεπικοινωνίες είναι ένας ενεργοβόρος κλάδος. Όλο το δίκτυο καταναλώνει ενέργεια και αρκετή μάλιστα. Υπάρχει ένα κόστος πολύ αυξημένο λόγω της έκρηξης των τιμών. Ήδη έχουμε δει ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις σε όλα τα υλικά τα οποία χρησιμοποιούμε. Για παράδειγμα μόνο το κόστος των οπτικών ινών σε κάποιες περιοχές έχει μεγαλώσει κατά 80% και βέβαια υπάρχει το εργασιακό κόστος, γιατί σε ένα περιβάλλον πληθωρισμού 10% και 11% πρέπει να γίνουν μισθολογικές αυξήσεις, ιδιαίτερα στους πιο χαμηλόμισθους έτσι ώστε να ανταποκριθούν οι άνθρωποι μας στο αυξημένο κόστος», ανέφερε χαρακτηριστικά ο διευθύνων σύμβουλος της Vodafone.
Επισήμανε ότι «μόνο για τη Vodafone Ελλάδος, το ενεργειακό κόστος, το μισθολογικό, το πληθωριστικό, είναι 60 εκατ. ευρώ για το οικονομικό έτος 2023-2024», υπογραμμίζοντας παράλληλα το γεγονός ότι ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών κινείται με συνέπεια κάτω από τον Γενικό Δείκτη Τιμών εδώ και πολλά χρόνια, ενώ μεσοσταθμικά το 2022 ήταν κατά 14% χαμηλότερος από τον πληθωρισμό, συμβάλλοντας στην συγκράτησή του.
Υπενθύμισε ότι από το 2012, ενώ η κίνηση data στο δίκτυο κινητής έχει αυξηθεί κατά 6.500%, το μέσο έσοδο ανά χρήστη (ARPU) έχει μειωθεί κατά 57% στα συμβόλαια και σχεδόν κατά 40% συνολικά στο σύνολο των πελατών της Vodafone.
«Η ζήτηση για την βασική υπηρεσία του κλάδου που είναι τα data είναι σε ανοδική πορεία και βρίσκεται σε άνθηση. Την ίδια στιγμή που η ζήτηση για data εκτοξεύεται, τα έσοδα του κλάδου αυξάνονται κατά 2-4%. Αν συνυπολογίσουμε και αυτό που ζούμε με τις πληθωριστικές πιέσεις, αντιλαμβάνεστε ότι υπάρχει μια πολύ δύσκολη εξίσωση για να λύσουμε», ανέφερε ο κ. Μπρουμίδης.
Ιδρύει εταιρεία για την ανάπτυξη της οπτικής ίνας
Όπως ανακοίνωσε ο κ. Μπρουμίδης, η εταιρεία επιταχύνει την ανάπτυξη του δικτύου της, ολοκληρώνει εκτεταμένες αναβαθμίσεις και έχει εξασφαλίσει περισσότερους πόρους για να συνεχιστεί ακόμη πιο δυναμικά το επενδυτικό της σχέδιο. Ειδικότερα, η Vodafone θα αυξήσει το επενδυτικό της πρόγραμμα για να φέρει δίκτυα Fiber to the Home και 5G σε ακόμη περισσότερα νοικοκυριά και επιχειρήσεις της Ελλάδας, με στόχο να συμβάλει στον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο η Vodafone σχεδιάζει να ιδρύσει μια νέα αυτόνομη εταιρεία υποδομών οπτικών ινών στο επόμενο διάστημα, η οποία θα επιταχύνει την ανάπτυξη των δικτύων και θα αξιοποιήσει ευκαιρίες που τυχόν υπάρχουν στον τομέα που υπάρχουν στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF).
«Έχουμε αρχίσει τη διαδικασία ώστε να έχουμε μια εταιρεία οπτικών ινών που θα αναλάβει το δίκτυο οπτικών ινών της Vodafone τόσο το υπάρχον, όσο και την επέκταση του σύμφωνα με το επενδυτικό πλάνο. Θα μπορεί να το κάνει πιο γρήγορα και θα μπορεί δυνητικά να αξιοποιήσει ευκαιρίες που δίνονται μέσα από τους πόρους του RRF», σημειώνοντας ότι η εταιρεία που αναμένεται να ξεκινήσει το 2023 θα προσφέρει περισσότερη ευελιξία και δυνατότητα να διευρύνει το επενδυτικό πλάνο της εταιρείας.