Η ιχθυοκαλλιέργεια, ένας από τους πλέον εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής παραγωγής, αναζητά νέες αγορές, ενώ πολλές εταιρείες σχεδιάζουν νέες επενδύσεις, έτσι ώστε, ανοίγοντας ένα νέο κύκλο της παραγωγικής τους δραστηριότητας, να ενισχύσουν τις δυνατότητες επεξεργασίας και μεταποίησης των προϊόντων και να βελτιώσουν την προστιθέμενη αξία των προϊόντων τους.
Η επεξεργασία των προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας, σύμφωνα με πηγές της αγοράς που μίλησαν στο BD, αποτελεί μονόδρομο για τον κλάδο, δεδομένου ότι στις τιμές των ψαριών της ελληνικής παραγωγής ασκείται μεγάλη πίεση, κυρίως από τον τουρκικό ανταγωνισμό. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τον περασμένο οι τιμές fob στο λαβράκι, την τσιπούρα, το φαγκρί και τον κρανιό μειώθηκαν έναντι του Ιουλίου του 2022.
Εν τω μεταξύ, το 58% του όγκου των εξαγωγών απορροφάται από τρεις ευρωπαϊκές αγορές, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία -από τις τρεις χώρες προέρχεται το 68% της αξίας των συνολικών εξαγωγών του κλάδου. Όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές είναι μεγάλη ανάγκη πλέον το άνοιγμα νέων αγορών.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με πηγές της αγοράς, τα ψάρια αποτελούν πλέον το σημαντικότερο εξαγώγιμο προϊόντων από τους κλάδους των τροφίμων. Το 80% της παραγωγής της ιχθυοκαλλιέργειας εξάγεται –πρόκειται για τέσσερα βασικά είδη, την τσιπούρα, το λαβράκι, το φαγκρί και τον κρανιό. Τα κύρια είδη της αγοράς είναι η τσιπούρα και το λαβράκι και όλα τα προϊόντα προστιθέμενης αξίας βασίζονται σε αυτά.
Ο συνολικός τζίρος προσεγγίζει τα 700 εκατ. ευρώ ετησίως και περίπου το 80% από αυτά είναι από εξαγωγές σε αγορές εκτός Ελλάδας. Οι μηνιαίες εξαγωγές κυμαίνονται από 6.500 ως και 9.500 τόνους. Στη διάρκεια του 2021, προϊόντα της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας εξήχθησαν σε 40 χώρες -από 390 τόνους στην Λιβερία μέχρι και 39.907 τόνους στην Ιταλία.
Ειδικότερα, εξήχθησαν το 2021 συνολικά 100.361 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού αξίας σχεδόν 499 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 9,3% ως προς τον όγκο και 9% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το 2020. Από αυτά το 91%, περί τους 91.500 τόνους, εξήχθησαν σε 23 χώρες της Ε.Ε-27 και το 7%, περί τους 8.861 τόνους, σε 17 τρίτες χώρες.
Ωστόσο όμως οι σημαντικότερες αγορές βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και παραδοσιακά η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία απορροφούν πάνω από τη μισή ελληνική παραγωγή. Συγκεκριμένα σ΄αυτές τις τρεις χώρες εξήχθησαν το 2021 σχεδόν 72.800 τόνοι και αντιστοιχούν στο 58% των εξαγωγών. Κι αν εξαιρεθούν οι Πορτογαλία, η Ολλανδία, οι Η.Π.Α., η Γερμανία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και ο Καναδάς, που σε κάθε μία από αυτές τις χώρες οι εξαγωγές κυμάνθηκαν από 1.000 ως και 4.500 τόνους στην καθεμιά, σε όλες τις υπόλοιπες 30 χώρες οι εξαγωγές κινήθηκαν σε επίπεδα κάτω των 1.000 τόνων.
Δεδομένου μάλιστα ότι ο ανταγωνισμός είναι οξύς και η πίεση στις τιμές μεγάλη, πηγές της αγοράς θεωρούν αναγκαίο πλέον το άνοιγμα νέων αγορών και την παραγωγή επεξεργασμένων προϊόντων, διότι μόνο έτσι είναι δυνατόν οι εταιρείες του κλάδου κερδίσουν προστιθέμενη αξία.
Οι ίδιες πηγές τονίζουν χαρακτηριστικά ότι «στην παρούσα κατάσταση, στόχος είναι η πώληση ψαριών σε νέες αγορές εκτός Ευρώπης και το άνοιγμα νέων προορισμών για τα ελληνικά προϊόντα. Απ΄ τις σημαντικές αγορές-στόχους αποτελεί η αγορά των ΗΠΑ, αλλά και άλλες αγορές, οι οποίες θα επιτρέψουν την διαμόρφωση αυξημένων τιμών εξαγωγής εξασφαλίζοντας την βιωσιμότητα του κλάδου. Το κύριο αντικείμενο είναι η επίτευξη καλύτερης τιμής των προϊόντων και η αύξηση της ζήτησης. Στο πλαίσιο αυτό εντάχθηκαν οι έννοιες των κατεψυγμένων και γενικότερα της μεταποίησης του προϊόντος με σκοπό τόσο την αύξηση της διάρκειας ζωής τους, όσο και τη δημιουργία κωδικών με υψηλή προστιθέμενη αξία».
Και καταλήγουν λέγοντας ότι «για τον σκοπό αυτό, προγραμματίζονται από πολλές εταιρείες επενδύσεις με σκοπό την περαιτέρω επεξεργασία και μεταποίηση προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας με τον εκσυγχρονισμό υφιστάμενων ή την δημιουργία αντίστοιχων νέων παραγωγικών μονάδων».