Πέρασε η κυβέρνηση τις εξετάσεις των ευρωπαϊκών Θεσμών, στο πλαίσιο της πρώτης μεταμνημονιακής αξιολόγησης της οικονομίας και ανοίγει ο δρόμος για την επόμενη δόση μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, που θα περιλαμβάνουν επιστροφή κερδών από τις κεντρικές τράπεζες και εξάλειψη του πρόσθετου περιθωρίου επιτοκίου στα ευρωπαϊκά δάνεια, ενδεχομένως και μέχρι τη λήξη τους, δηλαδή έως το 2049.
Σχετικά με την εκπλήρωση των προαπαιτούμενων δράσεων και τη βιωσιμότητα του χρέους, τα συμπεράσματα της έκθεσης είναι θετικά, αν και παρατηρούνται ορισμένες καθυστερήσεις, όπως σχετικά με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές από συντάξεις και τη ρύθμιση δανείων με τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό. Ειδικότερα, η έκθεση σημειώνει ότι:
- Συνολικά, η Ελλάδα έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να εκπληρώσει τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις της, παρά τις δύσκολες συνθήκες λόγω του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Οι αρχές εκπλήρωσαν τις δεσμεύσεις τους σε διάφορους τομείς, ιδίως τη δημοσιονομική πολιτική, τη φορολογική διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τις μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, το κτηματολόγιο και τις ιδιωτικοποιήσεις. Σε ορισμένους τομείς έχει σημειωθεί πρόοδος, αλλά απαιτούνται περαιτέρω βήματα για την πλήρη επίτευξη των στόχων. Αυτό ισχύει ιδίως για την εφαρμογή της μεταρρύθμισης της πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης, την κωδικοποίηση του εργατικού δικαίου, καθώς και την εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων οφειλών και καθυστερήσεων που σχετίζονται με τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα χαιρετίζουν τη στενή και εποικοδομητική δέσμευση των αρχών σε όλους τους τομείς.
- Η Ελλάδα διατηρεί την ικανότητα να εξυπηρετεί το χρέος της. Ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί απότομα από 194,5 % του ΑΕΠ το 2021 σε 171,1 % το 2022 και να παραμείνει σε καθοδική πορεία με βάση τη μετάβαση της Ελλάδας σε θέση πρωτογενούς πλεονάσματος το 2023. Η Ελλάδα διαθέτει μεγάλο ταμειακό απόθεμα ασφαλείας και έχει διατηρήσει την παρουσία της στην αγορά κρατικών ομολόγων, παρόλο που τα επιτόκια έχουν αυξηθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες. Ωστόσο, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πλήρη υλοποίηση της προβλεπόμενης διαρθρωτικής βελτίωσης του πρωτογενούς ισοζυγίου. Συνολικά, σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, η Ελλάδα εκτιμάται ότι αντιμετωπίζει χαμηλούς κινδύνους δημοσιονομικής βιωσιμότητας βραχυπρόθεσμα, υψηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα, ενώ οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι φαίνεται να είναι μεσαίοι.
Επιβράδυνση μετά την ισχυρή ανάπτυξη
Περαιτέρω, η έκθεση περιγράφει με θετικό τρόπο τις εξελίξεις στην οικονομία, σημειώνοντας ότι η ανάκαμψη συνεχίστηκε με σταθερό ρυθμό το πρώτο εξάμηνο του 2022, ενώ τονίζει ότι η ανάπτυξη αναμένεται να μειωθεί τα επόμενα τρίμηνα ως συνέπεια της ενεργειακής κρίσης και του επακόλουθου πληθωριστικού σοκ.
Όπως σημειώνει η έκθεση, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής για το 2022, η ανάπτυξη αναμένεται να φθάσει το 6% το 2022, το 1% το 2023 και το 2% το 2024. Εν μέσω της παρατεταμένης ενεργειακής κρίσης, οι επενδύσεις έχουν ήδη αρχίσει να επιβραδύνονται, αλλά η ιδιωτική κατανάλωση και η ισχυρή τουριστική περίοδος παρείχαν στήριξη στην ανάπτυξη το πρώτο εξάμηνο του 2022. Κατά το προσεχές τρίμηνα η οικονομία αναμένεται να επιβραδυνθεί, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών διαβρώνεται από τον πληθωρισμό, το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης, οι αβεβαιότητες αναστέλλουν τις επενδύσεις και οι εξωτερικές η εξωτερική ζήτηση αναμένεται να μειωθεί. Η εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας παραμένει ένα σημαντικό μέσο για τη στήριξη της οικονομίας υπό αυτές τις δυσμενείς συνθήκες.
Η δημοσιονομική πολιτική παραμένει υποστηρικτική το 2022, αλλά παρά κάποιες μόνιμες φορολογικές περικοπές, αναμένεται να γίνει συσταλτική το 2023. Στο προσχέδιο του δημοσιονομικού της σχεδίου, η κυβέρνηση σχεδιάζει να επιτύχει πρωτογενές έλλειμμα 1,7% του ΑΕΠ το 2022 και πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ το 2023. Το προβλεπόμενο αποτέλεσμα για το 2022 είναι καλύτερο από το αναμενόμενο στο Πρόγραμμα Σταθερότητας το άνοιξη, καθώς αυξάνονται τα κρατικά έσοδα, λόγω της υψηλότερης από την αναμενόμενη ονομαστικής ανάπτυξης, υπεραντισταθμίζουν τις υψηλότερες δημοσιονομικές δαπάνες για ενεργειακά μέτρα.
Για το 2023, στα δημοσιονομικά η προσαρμογή οφείλεται στη σταδιακή κατάργηση των υπόλοιπων μέτρων στήριξης που σχετίζονται με την πανδημία μέτρων, και την εισαγωγή νέων εισπρακτικών μέτρων που αναμένεται να καλύψουν ένα μεγάλο μέρος του δημοσιονομικού κόστους των μέτρων στήριξης της ενέργειας- τα εν λόγω μέτρα εσόδων περιλαμβάνουν τον φόρο στα έσοδα από τη χονδρική πώληση ηλεκτρικής ενέργειας πάνω από ένα ορισμένο όριο, διατηρώντας παράλληλα την αύξηση του δημόσιων μισθών και κοινωνικών παροχών συγκρατημένη.
Ωστόσο, η εξυγίανση αυτή αντισταθμίζεται εν μέρει από τις μόνιμες φορολογικές περικοπές που είχαν εν μέρει ανακοινωθεί ήδη στο Πρόγραμμα Σταθερότητας. Οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής για το 2022 αναμένουν ότι το πρωτογενές ισοζύγιο θα παρουσιάσει έλλειμμα ύψους 1,6% του ΑΕΠ το 2022 και πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ το 2023 και 2,2% του ΑΕΠ το 2024. Η διαφορά στις προβλέψεις για το 2023 μεταξύ των αρχών και της Επιτροπής είναι κυρίως εξηγείται από την υψηλότερη αύξηση της φορολογικής βάσης λόγω του υψηλότερου πληθωρισμού που προβλέπεται στην πρόβλεψη της Επιτροπής.
Προκλήσεις για τις τράπεζες
Παρά τη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν προκλήσεις για το μέλλον. Η μείωση των αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών συνεχίστηκε το πρώτο εξάμηνο του 2022, καθώς οι τιτλοποιήσεις στο πλαίσιο του Ελληνικού Συστήματος Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (επίσης γνωστού ως "Ηρακλής") είναι σχεδόν ολοκληρωθεί. Οι καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένουν μέχρι στιγμής μέτριες, αλλά υπάρχουν πρώιμες σημάδια αύξησης των καθυστερούμενων οφειλών. Η εκκαθάριση των παλαιών μη εξυπηρετούμενων οφειλών, όλο και περισσότερο σε στα χέρια των πιστωτικών διαχειριστών, συνεχίζεται με αργούς ρυθμούς. Μια πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου σχετικά με το δικαίωμα των διαχειριστών να διεξάγουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και εκκαθάρισης θα μπορούσε να προωθήσει παρεμποδίσει τη διαδικασία.
Αυτές οι νομικές αβεβαιότητες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν επειγόντως, ώστε ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην επίλυση του μη εξυπηρετούμενου χρέους. Η κερδοφορία των τραπεζών βελτιώνεται, ενισχυόμενη από τα έκτακτα κέρδη, τη συνεχή αύξηση των αμοιβών και των προμηθειών και την τον αποτελεσματικό έλεγχο του κόστους, και θα μπορούσε να υποστηριχθεί από τα σχέδια πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών και την αυξανόμενη επιτόκια.
Ωστόσο, επικρατούν καθοδικοί κίνδυνοι, καθώς η κερδοφορία θα επηρεαστεί από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης και είναι εκτεθειμένη σε ενδεχόμενη επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού και πτώση των πιστωτικών ζήτησης καθώς η οικονομία επιβραδύνεται. Συνολικά, η κεφαλαιακή θέση των τραπεζών σταδιακά αποκαθίσταται, αλλά η ποιότητα του κεφαλαίου παραμένει ανησυχητική.