Σταθερή στην εκτίμησή της ότι η ελληνική οικονομία θα ακολουθήσει πολύ καλή πορεία για το 2022 παραμένει η Τράπεζα της Ελλάδος, φροντίζοντας, όμως, να προειδοποιήσει για αρκετές αβεβαιότητες που έρχονται το 2023 τόσο για την ανάπτυξη όσο και για τις τράπεζες.
Στην έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα η ΤτΕ τονίζει ότι για το 2022, η ελληνική οικονομία, προβλέπεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 6,2%, πολύ υψηλότερο της αρχικά αναμενόμενης πρόβλεψης.
Σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό, η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ αναμένεται να κινηθεί σε επίπεδο πολύ υψηλότερο από το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου, υποβοηθώντας έτσι τη σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Για τη ζώνη του ευρώ, η αύξηση του ΑΕΠ το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 3,1%.
Για το επόμενο έτος, οι αυξημένες ροές που αναμένονται από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) θα χρηματοδοτήσουν την υλοποίηση σημαντικών επενδυτικών έργων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συμβάλλοντας στη διατήρηση θετικών ρυθμών ανάπτυξης στην Ελλάδα. Ωστόσο, οι χαμηλότερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, ο υψηλότερος πληθωρισμός και οι αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης ασκούν πιέσεις στην ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Ταυτόχρονα, η υλοποίηση ενός δυσμενούς σεναρίου για την οικονομική δραστηριότητα μπορεί να προκληθεί ή να ενισχυθεί από περαιτέρω γεωπολιτικούς κινδύνους ή κλυδωνισμούς στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι εντεινόμενες αβεβαιότητες και προκλήσεις στο μακροοικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εγχώριο επίπεδο, έχουν αναδείξει τη σημασία της μακροπροληπτικής πολιτικής, γεγονός που αποτυπώθηκε στην «Προειδοποίηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου σχετικά με τις ευπάθειες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» του Σεπτεμβρίου 2022.
Συγκεκριμένα, η γενική αυτή προειδοποίηση προσδιόρισε τρεις βασικές πηγές συστημικού κινδύνου:
- την επιδείνωση των μακροοικονομικών προοπτικών,
- τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απορρέουν από μια (πιθανή) απότομη διόρθωση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και
- τις επιπτώσεις των εξελίξεων αυτών στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, η εφαρμογή κατάλληλων μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής, κυρίως με τη μορφή κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας, μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία επαρκούς μακροπροληπτικού χώρου που θα επιδράσει θετικά στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η εικόνα του τραπεζικού συστήματος
Το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα καλείται άμεσα να προσαρμοστεί στις συνθήκες που διαμορφώνονται. Η συνέχιση της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει ισχυρό τραπεζικό τομέα, συνεπώς απαιτούνται ενέργειες προς τη θωράκισή του. Αναμφισβήτητα, η πορεία εξυγίανσης των τελευταίων ετών έχει συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση των μεγεθών του τραπεζικού τομέα. Εντούτοις, η αβεβαιότητα ως προς την πορεία του πληθωρισμού και τις επιδράσεις από τη μεταβολή της νομισματικής πολιτικής με την άνοδο των επιτοκίων, οι προοπτικές για χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ο κίνδυνος ενδεχόμενης απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων και η εντεινόμενη γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού.
Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύονται οι παρακάτω προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο τραπεζικός τομέας:
Πρώτον, το υψηλό απόθεμα ΜΕΔ: Η αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ που έχει συντελεστεί στον τραπεζικό τομέα είναι ιδιαίτερα σημαντική (Ιούνιος 2022: 10,1%). Εντούτοις, το ποσοστό παραμένει ακόμη υψηλό και πολλαπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2022: 1,8%11). Επισημαίνεται ότι η υλοποίηση των στρατηγικών των τραπεζών για την αποκλιμάκωση του αποθέματος στηρίχθηκε ως επί το πλείστον στις τιτλοποιήσεις, με χρήση του προγράμματος παροχής εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου (σχέδιο “Ηρακλής”), και στις απευθείας πωλήσεις δανείων στη δευτερογενή αγορά, γεγονός που καθιστά τη συνέχιση των ενεργειών αυτών δυσχερέστερη υπό το πρίσμα των πιέσεων που αναδεικνύονται στην κεφαλαιακή επάρκεια.
Επιπρόσθετα, με δεδομένη τη συνέχιση της ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής με την άνοδο των επιτοκίων, η επίδραση στο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων και στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μπορεί να επηρεάσει και τη δυνατότητα εξυπηρέτησης χρέους. Συνεπώς, δεν αποκλείεται, σε συνδυασμό με τις διαφαινόμενες χαμηλότερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, να οδηγήσει στη δημιουργία νέων ΜΕΔ, επιβαρύνοντας την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών. Η τελική επίδραση δεν μπορεί στην παρούσα χρονική συγκυρία να εκτιμηθεί με ακρίβεια, αποτελεί όμως πηγή ανησυχίας.
Δεύτερον, η χαμηλή οργανική κερδοφορία: Η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ βραχυπρόθεσμα θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα τόκων των τραπεζών, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Μεσοπρόθεσμα όμως, η ενδεχόμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων, θα ασκήσουν πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Συνεπώς, ενδέχεται να αυξηθεί το κόστος του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών. Επιπρόσθετα, τα έξοδα τόκων αναμένεται να επιβαρυνθούν από την αλλαγή των όρων και τη σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων, όπως οι στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα (TLTROs), που είχαν ληφθεί στο πλαίσιο της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας, καθώς και από την ανάγκη έκδοσης ομολόγων για την κάλυψη εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, κυρίως των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum Requirement for own funds and Eligible Liabilities – MREL).
Τρίτον, το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών: Η κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα στην παρούσα χρονική συγκυρία είναι ικανοποιητική. Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα θα επηρεαστεί από σειρά παραμέτρων:
- τον περιορισμό ενδεχομένως των δυνατοτήτων για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου σε ένα μακροοικονομικό περιβάλλον με αυξανόμενες προκλήσεις από την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής,
- το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής των τραπεζών για τη μείωση των υφιστάμενων ΜΕΔ και το σχηματισμό επαρκών προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της δημιουργίας τυχόν νέων ΜΕΔ,
- την υλοποίηση ενεργειών που ενισχύουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια (π.χ. συνθετικές τιτλοποιήσεις) και το κόστος έκδοσης κεφαλαιακών μέσων (Additional Tier 1, Tier 2) για την κάλυψη εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για την έκδοση ομολόγων ώστε να τηρηθούν οι ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL), και
- την εξέλιξη των νέων εκταμιεύσεων δανείων προς τα νοικοκυριά και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, ελλοχεύει ο κίνδυνος να αυξηθεί περαιτέρω το υφιστάμενο ποσοστό των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) στα κεφάλαια των τραπεζών.
Η διασφάλιση συνθηκών χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξανόμενου κινδύνου επιβάλλει εγρήγορση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Καθώς η νομισματική πολιτική ομαλοποιείται, ενδέχεται να επέλθουν κίνδυνοι κατακερματισμού στη ζώνη του ευρώ.
Για το λόγο αυτό η ΕΚΤ υιοθέτησε το TPI, το εργαλείο προστασίας του μηχανισμού μετάδοσης. Απαιτούνται όμως συμπληρωματικές δράσεις, ιδίως στους τομείς της ενεργειακής και της δημοσιονομικής πολιτικής, προκειμένου να περιοριστούν οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ταυτόχρονα, οι τράπεζες θα πρέπει να συνεχίσουν την εξυγίανση των ισολογισμών τους και να εντατικοποιήσουν περαιτέρω τη χρηματοδότηση υγιών και εξωστρεφών επιχειρήσεων, ώστε, σε συνδυασμό με τους πόρους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η ελληνική οικονομία να θωρακιστεί απέναντι στους εντεινόμενους κινδύνους (εγχώριους και εισαγόμενους). Στο πλαίσιο αυτό, η βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας των τραπεζών, μέσω της επιτάχυνσης των ενεργειών ψηφιακού μετασχηματισμού και περιστολής των λειτουργικών δαπανών, θα συμβάλει στην ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους.
Μπορείτε να διαβάσετε εδώ την έκθεση της ΤτΕ.