Η Τράπεζα της Ελλάδος, στο τελευταίο της σημείωμά για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σκιαγραφεί μια εικόνα συγκρατημένης αισιοδοξίας, υπογραμμίζοντας ωστόσο σημαντικούς κινδύνους και προκλήσεις για το επόμενο διάστημα.
Η ΤτΕ, αν και αναγνωρίζει τη σημαντική πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, στέλνει σαφές μήνυμα για σύνεση και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. «Η επόμενη φάση δεν θα είναι αυτή της επιβίωσης, αλλά της ωρίμανσης», σημειώνεται χαρακτηριστικά στο τέλος του σημειώματος. Η Ελλάδα, καταλήγει η έκθεση, «οφείλει να περάσει από την ανάπτυξη της επιδότησης στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας».
Σύμφωνα με το σημείωμα, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με ρυθμό υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, παρά τη διεθνή αβεβαιότητα και την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας. Για το 2025, η ΤτΕ εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί περίπου κατά 2,3%, με κινητήριες δυνάμεις τις επενδύσεις, τον τουρισμό και τη δημόσια κατανάλωση.
Ωστόσο, η έκθεση τονίζει ότι η ανάπτυξη βασίζεται σε «εύθραυστα θεμέλια», καθώς η παραγωγικότητα παραμένει χαμηλή, ενώ η εξάρτηση από ευρωπαϊκά κονδύλια και εισαγωγές ενέργειας δημιουργεί δομικές ευπάθειες.
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι, αν και ο πληθωρισμός υποχώρησε σημαντικά από τα επίπεδα του 2022, παραμένει επίμονα υψηλός σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες. Ο πυρήνας του πληθωρισμού (χωρίς ενέργεια και τρόφιμα) αναμένεται να κυμανθεί στο 2,8% το 2025, επηρεαζόμενος από τις αυξήσεις μισθών και το κόστος ενέργειας.
Στο ίδιο πλαίσιο, η Τράπεζα προειδοποιεί ότι η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ πρέπει να γίνει με προσοχή, καθώς πρόωρες μειώσεις επιτοκίων θα μπορούσαν να αναζωπυρώσουν πληθωριστικές πιέσεις.
Η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται, φτάνοντας σε ποσοστό κοντά στο 10%, ωστόσο η ΤτΕ σημειώνει πως η ποιοτική διάσταση της απασχόλησης παραμένει πρόβλημα: οι περισσότερες νέες θέσεις είναι μερικής απασχόλησης ή χαμηλής ειδίκευσης.
Παράλληλα, η αύξηση των μισθών θεωρείται θετική για την ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, αλλά και κίνδυνος για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας, ειδικά στους εξαγωγικούς κλάδους.
Η έκθεση χαρακτηρίζει το τραπεζικό σύστημα «ισχυρότερο και πιο ανθεκτικό» σε σχέση με το παρελθόν. Παρά τη βελτίωση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, η ΤτΕ επισημαίνει ότι οι πιστώσεις προς τον ιδιωτικό τομέα παραμένουν περιορισμένες, γεγονός που φρενάρει τις επενδύσεις.
Σύμφωνα με το διάγραμμα της σελίδας 7, η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις αυξάνεται με ρυθμό μόλις 1,5%, πολύ χαμηλότερα από τις ανάγκες της οικονομίας, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για ενίσχυση της χρηματοδότησης μέσω κεφαλαιαγορών.
Η Τράπεζα της Ελλάδος απαριθμεί σειρά κινδύνων που θα μπορούσαν να ανακόψουν τη θετική πορεία:
- Γεωπολιτικές εντάσεις και επιπτώσεις στις τιμές ενέργειας.
- Καθυστερήσεις στην απορρόφηση του Ταμείου Ανάκαμψης.
- Δημοσιονομικές πιέσεις λόγω προεκλογικών δαπανών και αυξημένων συντάξεων.
- Κλιματική κρίση και φυσικές καταστροφές που πλήττουν την αγροτική παραγωγή και τον τουρισμό.